3,274,865
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δαιμόνιος:''' -α, -ον και -ος, -ον, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει έναν <i>δαίμονα</i>·<br /><b class="num">I.</b> κλητ. <i>δαιμόνιε</i>, <i>δαιμονίη</i>, [[κυρίως]] με την [[έννοια]] της επίκρισης, «κακόμοιρε!», «ἄθλιε!», «μπα, [[κυρία]]!», σε Ομήρ. Ιλ.· σπανιότερα, με την [[έννοια]] του θαυμασμού, «θαυμάσιε, [[καλέ]] άνθρωπε!», στο ίδ., σε Ησίοδ.· επίσης με την [[έννοια]] του οίκτου, «δυστυχή!»· ομοίως στον Ηρόδ., δαιμόνιε [[ἀνδρῶν]]· επίσης με ειρων. [[σημασία]], «[[καλέ]] μου φίλε!» «[[καλέ]] μου κύριε!»· ὦ δαιμόνι' [[ἀνδρῶν]], <i>ὦ δαιμόνι'</i>, <i>ὦ δαιμόνι' ἀνθρώπων</i>, σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> οτιδήποτε προέρχεται από [[θεότητα]], [[θεόσταλτος]], [[θεϊκός]], [[θαυματουργός]], [[θεσπέσιος]], [[ουράνιος]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[εἰ μή]] τι [[δαιμόνιον]] εἴη, αν δεν υπήρχε θεϊκή [[παρέμβαση]], σε Ξεν.· <i>τὰ δαιμόνια</i>, αυτά που έρχονται από τον Θεό, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[θεϊκός]], [[εξαίρετος]], [[ασυνήθιστος]], [[εξαιρετικός]], [[έξοχος]], [[σπάνιος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-ως</i>, με θεϊκή [[δύναμη]], θεϊκά, θαυμάσια, υπέροχα, σε Αριστοφ.· επίσης ουδ. πληθ. <i>δαιμόνια</i>, στον ίδ., σε Ξεν.· <i>δαιμονιώτατα</i>, εμφανέστατα από το [[χέρι]] των θεών, στον ίδ. | |lsmtext='''δαιμόνιος:''' -α, -ον και -ος, -ον, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει έναν <i>δαίμονα</i>·<br /><b class="num">I.</b> κλητ. <i>δαιμόνιε</i>, <i>δαιμονίη</i>, [[κυρίως]] με την [[έννοια]] της επίκρισης, «κακόμοιρε!», «ἄθλιε!», «μπα, [[κυρία]]!», σε Ομήρ. Ιλ.· σπανιότερα, με την [[έννοια]] του θαυμασμού, «θαυμάσιε, [[καλέ]] άνθρωπε!», στο ίδ., σε Ησίοδ.· επίσης με την [[έννοια]] του οίκτου, «δυστυχή!»· ομοίως στον Ηρόδ., δαιμόνιε [[ἀνδρῶν]]· επίσης με ειρων. [[σημασία]], «[[καλέ]] μου φίλε!» «[[καλέ]] μου κύριε!»· ὦ δαιμόνι' [[ἀνδρῶν]], <i>ὦ δαιμόνι'</i>, <i>ὦ δαιμόνι' ἀνθρώπων</i>, σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> οτιδήποτε προέρχεται από [[θεότητα]], [[θεόσταλτος]], [[θεϊκός]], [[θαυματουργός]], [[θεσπέσιος]], [[ουράνιος]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[εἰ μή]] τι [[δαιμόνιον]] εἴη, αν δεν υπήρχε θεϊκή [[παρέμβαση]], σε Ξεν.· <i>τὰ δαιμόνια</i>, αυτά που έρχονται από τον Θεό, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[θεϊκός]], [[εξαίρετος]], [[ασυνήθιστος]], [[εξαιρετικός]], [[έξοχος]], [[σπάνιος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-ως</i>, με θεϊκή [[δύναμη]], θεϊκά, θαυμάσια, υπέροχα, σε Αριστοφ.· επίσης ουδ. πληθ. <i>δαιμόνια</i>, στον ίδ., σε Ξεν.· <i>δαιμονιώτατα</i>, εμφανέστατα από το [[χέρι]] των θεών, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δαιμόνιος:''' редко<br /><b class="num">1)</b> божественный, божеский, ниспосланный божеством ([[νύξ]] HH; [[τέρας]] Soph.; [[σοφία]] Plat.; θεῖόν τι καὶ [[δαιμόνιον]] ἡ [[φιλοσοφία]] Arst.; [[φάσμα]] Plut.): τὰ [[δαιμόνια]] Thuc., Xen. и τὰ [[δαιμόνια]] πράγματα Plat. божеские определения, дела или знамения;<br /><b class="num">2)</b> роковой, ужасный (ἄχη Aesch.; [[τύχη]] Plat.; [[ἀνάγκη]] Lys.);<br /><b class="num">3)</b> необыкновенный, удивительный, замечательный (δ. καὶ [[θαυμαστός]] Plat.): δ. τὴν σοφίαν Luc. человек необыкновенной мудрости; εἰ μή τι [[δαιμόνιον]] εἴη Xen. если ничего из ряда вон выходящего не случалось;<br /><b class="num">4)</b> (в обращении): ὦ δαιμόνιε ([[ἀνδρῶν]], ἀνθρώπων)! Her., Arph., Plat. милейший мой!, но тж. ах ты, чудак!, Hom. преимущ. безумец! | |||
}} | }} |