3,241,693
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δεκάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[δεκάς]] I. 2), [[δωροδοκώ]] ή [[διαφθείρω]] δικαστές, σε Ισοκρ., Αισχίν. — Παθ., δωροδοκούμαι, εξαγοράζομαι, χρηματίζομαι, σε Πλούτ. | |lsmtext='''δεκάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[δεκάς]] I. 2), [[δωροδοκώ]] ή [[διαφθείρω]] δικαστές, σε Ισοκρ., Αισχίν. — Παθ., δωροδοκούμαι, εξαγοράζομαι, χρηματίζομαι, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δεκάζω:''' подкупать (πλείστους Isocr.; τὰ δικαστήρια Arst.): δ. τινὰ μαρτυρεῖν Aeschin. подкупить кого-л. в качестве (лже)свидетеля; pass. быть подкупленным, брать взятки Lys., Plut. | |||
}} | }} |