δεκάζω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεκάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[δεκάς]] I. 2), [[δωροδοκώ]] ή [[διαφθείρω]] δικαστές, σε Ισοκρ., Αισχίν. — Παθ., δωροδοκούμαι, εξαγοράζομαι, χρηματίζομαι, σε Πλούτ.
|lsmtext='''δεκάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[δεκάς]] I. 2), [[δωροδοκώ]] ή [[διαφθείρω]] δικαστές, σε Ισοκρ., Αισχίν. — Παθ., δωροδοκούμαι, εξαγοράζομαι, χρηματίζομαι, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δεκάζω:''' подкупать (πλείστους Isocr.; τὰ δικαστήρια Arst.): δ. τινὰ μαρτυρεῖν Aeschin. подкупить кого-л. в качестве (лже)свидетеля; pass. быть подкупленным, брать взятки Lys., Plut.
}}
}}