Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δεκάζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[δεκάζω]])<br />[[διαφθείρω]] με δώρα ή χρήματα ([[κυρίως]] δικαστές ή μάρτυρες για να κρίνουν και να μαρτυρήσουν [[παρά]] την [[αλήθεια]] και σύμφωνα με τα συμφέροντά μου)<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπόκειμαι]] σε δελεασμούς, παρασύρομαι από κάποια [[αδυναμία]] ή [[πάθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. θεωρήθηκε παράγωγο του [[δέκα]] [[παρά]] τη σημασιολογική της [[απόκλιση]]. Κατ' άλλους όμως πρόκειται για [[παρετυμολογία]] και [[είναι]] προτιμότερο να ληφθεί ως μεταβιβαστικό του ρ. [[δέκομαι]] (που απαντά στις άλλες διαλέκτους [[πλην]] της αττικής, [[αντί]] του [[δέχομαι]]), με τη σημ. «[[κάνω]] κάποιον να δεχθεί ένα [[δώρο]], [[δωροδοκώ]]». Στην [[περίπτωση]] όμως αυτή θα αναμενόταν ίσως τ. <i>δεχάζω</i>].
|mltxt=(AM [[δεκάζω]])<br />[[διαφθείρω]] με δώρα ή χρήματα ([[κυρίως]] δικαστές ή μάρτυρες για να κρίνουν και να μαρτυρήσουν [[παρά]] την [[αλήθεια]] και σύμφωνα με τα συμφέροντά μου)<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπόκειμαι]] σε δελεασμούς, παρασύρομαι από κάποια [[αδυναμία]] ή [[πάθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. θεωρήθηκε παράγωγο του [[δέκα]] [[παρά]] τη σημασιολογική της [[απόκλιση]]. Κατ' άλλους όμως πρόκειται για [[παρετυμολογία]] και [[είναι]] προτιμότερο να ληφθεί ως μεταβιβαστικό του ρ. [[δέκομαι]] (που απαντά στις άλλες διαλέκτους [[πλην]] της αττικής, [[αντί]] του [[δέχομαι]]), με τη σημ. «[[κάνω]] κάποιον να δεχθεί ένα [[δώρο]], [[δωροδοκώ]]». Στην [[περίπτωση]] όμως αυτή θα αναμενόταν ίσως τ. <i>δεχάζω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δεκάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[δεκάς]] I. 2), [[δωροδοκώ]] ή [[διαφθείρω]] δικαστές, σε Ισοκρ., Αισχίν. — Παθ., δωροδοκούμαι, εξαγοράζομαι, χρηματίζομαι, σε Πλούτ.
}}
}}