δεκάζω

From LSJ

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκάζω Medium diacritics: δεκάζω Low diacritics: δεκάζω Capitals: ΔΕΚΑΖΩ
Transliteration A: dekázō Transliteration B: dekazō Transliteration C: dekazo Beta Code: deka/zw

English (LSJ)

A bribe, corrupt, esp. judges, Isoc.8.50, Aeschin.1.87, Arist. Ath.27.5:—Pass., to be bribed, Lys.29.12, Plu.Cat.Mi.44.
II metaph. in Pass., to be subject to allurements, δεδεκασμέναι ἀκοαί Ph. 1.523, cf. Plot.6.8.13; ὑπὸ τῶν ἡδονῶν Porph.Abst.4.1.
III δεκάζων· ὁ εἰς δέκατον ἀριθμὸν ἥκων, Hsch.

Spanish (DGE)

1 sobornar, corromper esp. a jueces y funcionarios públicos, c. ac. de pers. o ref. pers. τὸ δικαστήριον Arist.Ath.27.5, cf. Isoc.18.11, (τὸν δικαστήν) D.Chr.3.24, τὸ πλῆθος D.Chr.43.12, τὸν ἀνθύπατον Eun.VS 488, τὴν ... σπεῖραν ἐδέκαζε, χρυσοῦν ἑκάστῳ διανέμων se ganaba a los miembros de la cohorte dando a cada uno una pieza de oro Plu.Galb.20, τοὺς δεκάσαντάς τινας ἐπὶ ταῖς ἀρχαῖς D.C.54.16.1, cf. 39.37.1, 40.52.3
en v. pas. dejarse corromper, dejarse comprar, venderse μαρτυρεῖν τὸν μὲν, ὡς ἐδέκαζε, τὸν δὲ, ὡς ἐδεκάζετο Aeschin.1.87, cf. dud. en SEG 16.485.4 (Quíos VI a.C.), Lys.29.12, D.C.73.13.3, Ael.VH 2.8, χρήμασιν ὑπὸ Φλώρου δεκασθέντες I.BI 2.531, ἐπὶ κρίσει ... τις δεκασθείς uno que se ha dejado corromper en un juicio Longin.44.9, ῥήτορες Aristid.Quint.61.22
abs. Isoc.8.50, Aeschin.1.87
inf. subst. τὸ δεκάζειν el soborno, la corrupción Arist.Ath.27.5, App.BC 2.19, τὸ δεκάζεσθαι el dejarse comprar, la corrupción Plu.Cat.Mi.44.
2 fig. en v. pas. dejarse seducir, dejarse corromper δεδεκασμέναι ἀκοαί Ph.1.523, ἔστι γὰρ ὄντως ἡ ἀγαθοῦ φύσις θέλησις αὐτοῦ οὐ δεδεκασμένου pues la naturaleza del bien es en realidad el deseo de sí mismo en toda su pureza Plot.6.8.13, τοὺς ὑπὸ τῶν ἡδονῶν δεδεκασμένους Porph.Abst.4.1.
3 δεκάζων· ὁ εἰς δέκατον ἀριθμὸν ἥκων Hsch.
• Etimología: Prob. fact. de δέκομαι (cf. δέχομαι), en el sent. ‘hacer aceptar (regalos)’, quizá c. juego de palabras c. δικάζω.

German (Pape)

[Seite 542] (nach VLL. von δέχομαι, oder δέκα, vgl. decuriare), bestechen, bes. den Richter, Isocr. 8, 50 u. A. – Pass., sich bestechen lassen, Lys. 29, 12.

French (Bailly abrégé)

inciter à recevoir (de l'argent), corrompre à prix d'argent ; Pass. se laisser corrompre.
Étymologie: R. Δεκ, recevoir ; cf. δέκομαι, ion. = δέχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεκάζω [~ δέχομαι?] aor. ἐδέκασα, pass. ἐδεκάσθην; perf. ptc. med.-pass. δεδεκασμένος, omkopen.

Russian (Dvoretsky)

δεκάζω: подкупать (πλείστους Isocr.; τὰ δικαστήρια Arst.): δ. τινὰ μαρτυρεῖν Aeschin. подкупить кого-л. в качестве (лже)свидетеля; pass. быть подкупленным, брать взятки Lys., Plut.

Greek Monolingual

(AM δεκάζω)
διαφθείρω με δώρα ή χρήματα (κυρίως δικαστές ή μάρτυρες για να κρίνουν και να μαρτυρήσουν παρά την αλήθεια και σύμφωνα με τα συμφέροντά μου)
αρχ.
υπόκειμαι σε δελεασμούς, παρασύρομαι από κάποια αδυναμία ή πάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρήθηκε παράγωγο του δέκα παρά τη σημασιολογική της απόκλιση. Κατ' άλλους όμως πρόκειται για παρετυμολογία και είναι προτιμότερο να ληφθεί ως μεταβιβαστικό του ρ. δέκομαι (που απαντά στις άλλες διαλέκτους πλην της αττικής, αντί του δέχομαι), με τη σημ. «κάνω κάποιον να δεχθεί ένα δώρο, δωροδοκώ». Στην περίπτωση όμως αυτή θα αναμενόταν ίσως τ. δεχάζω].

Greek Monotonic

δεκάζω: μέλ. -άσω (δεκάς I. 2), δωροδοκώ ή διαφθείρω δικαστές, σε Ισοκρ., Αισχίν. — Παθ., δωροδοκούμαι, εξαγοράζομαι, χρηματίζομαι, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάζω: μέλλ. -άσω (δέχομαιδέκα), διαφθείρω διὰ δώρων, ἰδίως δικαστάς, Ἰσοκρ. 169D, Αἰσχίν. 12. 30. - Παθ., δέχομαι δῶρα, δωροδοκῶ, διαφθείρομαι, Λυσ. 182. 28, Πλουτ. Κάτ. Νεωτ. 44·- ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. λέγεται ὅτι ὁ Ἄνυτος ὑπῆρξεν ὁ πρῶτος διαφθείρας τοὺς δικαστάς, Ἁρπ. ἐν λ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: bribe (a judge) D.H.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From δέκομαι make accept? See Oldfather, RE 13, 2398; Szemerényi, Syncope 126-8.

Middle Liddell

δεκάς I. 2]
to bribe or corrupt judges, Isocr., Aeschin.:—Pass. to be bribed, Plut.

Frisk Etymology German

δεκάζω: {dekázō}
Grammar: v.
Meaning: ‘(Richter) bestechen’,
Etymology: von δεκάς; s. δέκα.
Page 1,360

Mantoulidis Etymological

(=δωροδοκῶ, διαφθείρω μέ δῶρα). Πιθανόν νά σχετίζεται μέ τή ρίζα δεκ- τοῦ δέχομαι ἤ μέ τό δέκα.
Παράγωγα: δεκασμός (=δωροδοκία), ἀδέκαστος (=ἀδωροδόκητος).