3,271,151
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γναμπτός:''' -ή, -όν ([[γνάμπτω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> σκαλισμένος, [[καμπύλος]], λυγισμένος, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]], [[μαλακός]], λέγεται για τα [[μέλη]] του ζώντος ανθρώπινου σώματος, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., είμαι πτοημένος, αποθαρρυμένος, [[έτοιμος]] να λυγίσω, [[οὔτε]] [[νόημα]] γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (λέγεται για τον Αχιλλέα), σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''γναμπτός:''' -ή, -όν ([[γνάμπτω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> σκαλισμένος, [[καμπύλος]], λυγισμένος, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]], [[μαλακός]], λέγεται για τα [[μέλη]] του ζώντος ανθρώπινου σώματος, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., είμαι πτοημένος, αποθαρρυμένος, [[έτοιμος]] να λυγίσω, [[οὔτε]] [[νόημα]] γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (λέγεται για τον Αχιλλέα), σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γναμπτός:''' <b class="num">1)</b> загнутый, кривой (ἄγκιστρα Hom.; ὄνυχες Hes.);<br /><b class="num">2)</b> извилистый (ἕλικες Hom.; δρόμοι Pind.);<br /><b class="num">3)</b> гибкий, податливый (μέλεα Hom.): [[νόημα]] γναμπτόν Hom. снисходительность, мягкость. | |||
}} | }} |