Anonymous

γναμπτός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γναμπτός:''' -ή, -όν ([[γνάμπτω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> σκαλισμένος, [[καμπύλος]], λυγισμένος, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]], [[μαλακός]], λέγεται για τα [[μέλη]] του ζώντος ανθρώπινου σώματος, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., είμαι πτοημένος, αποθαρρυμένος, [[έτοιμος]] να λυγίσω, [[οὔτε]] [[νόημα]] γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (λέγεται για τον Αχιλλέα), σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''γναμπτός:''' -ή, -όν ([[γνάμπτω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> σκαλισμένος, [[καμπύλος]], λυγισμένος, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]], [[μαλακός]], λέγεται για τα [[μέλη]] του ζώντος ανθρώπινου σώματος, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., είμαι πτοημένος, αποθαρρυμένος, [[έτοιμος]] να λυγίσω, [[οὔτε]] [[νόημα]] γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (λέγεται για τον Αχιλλέα), σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''γναμπτός:''' <b class="num">1)</b> загнутый, кривой (ἄγκιστρα Hom.; ὄνυχες Hes.);<br /><b class="num">2)</b> извилистый (ἕλικες Hom.; δρόμοι Pind.);<br /><b class="num">3)</b> гибкий, податливый (μέλεα Hom.): [[νόημα]] γναμπτόν Hom. снисходительность, мягкость.
}}
}}