διαπλάσσω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω [ᾰ]· [[διαμορφώνω]], [[σχηματοποιώ]] ολοκληρωτικά, διαπλάθω, σε Πλούτ. κ.λπ.
|lsmtext='''διαπλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω [ᾰ]· [[διαμορφώνω]], [[σχηματοποιώ]] ολοκληρωτικά, διαπλάθω, σε Πλούτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπλάσσω:''' атт. [[διαπλάττω]]<br /><b class="num">1)</b> образовывать, формировать (sc. ὕλην Plut.; τὰ μόρια τοῦ ἐμβρύου διαπλάττεται Arst.);<br /><b class="num">2)</b> создавать, сочинять (διαπλασθεὶς [[μῦθος]] Anth.): πρὸς τὰ γινόμενα διαπλάττεσθαι Plut. быть описываемым в соответствии с (действительными) событиями.
}}
}}