3,274,916
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαπλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω [ᾰ]· [[διαμορφώνω]], [[σχηματοποιώ]] ολοκληρωτικά, διαπλάθω, σε Πλούτ. κ.λπ. | |lsmtext='''διαπλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω [ᾰ]· [[διαμορφώνω]], [[σχηματοποιώ]] ολοκληρωτικά, διαπλάθω, σε Πλούτ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαπλάσσω:''' атт. [[διαπλάττω]]<br /><b class="num">1)</b> образовывать, формировать (sc. ὕλην Plut.; τὰ μόρια τοῦ ἐμβρύου διαπλάττεται Arst.);<br /><b class="num">2)</b> создавать, сочинять (διαπλασθεὶς [[μῦθος]] Anth.): πρὸς τὰ γινόμενα διαπλάττεσθαι Plut. быть описываемым в соответствии с (действительными) событиями. | |||
}} | }} |