Anonymous

διαπλάσσω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και διαπλάττω (AM [[διαπλάσσω]] και διαπλάττω)<br /><b>1.</b> [[διαμορφώνω]], [[δίνω]] [[μορφή]] και [[σχήμα]]<br /><b>2.</b> [[διαπαιδαγωγώ]], [[διαμορφώνω]] τον χαρακτήρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποκαθιστώ]] σπασμένο [[μέλος]] ή [[κόκαλο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[διαπλάσσω]] πηλῷ» — [[επιχρίω]] με πηλό.
|mltxt=και διαπλάττω (AM [[διαπλάσσω]] και διαπλάττω)<br /><b>1.</b> [[διαμορφώνω]], [[δίνω]] [[μορφή]] και [[σχήμα]]<br /><b>2.</b> [[διαπαιδαγωγώ]], [[διαμορφώνω]] τον χαρακτήρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποκαθιστώ]] σπασμένο [[μέλος]] ή [[κόκαλο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[διαπλάσσω]] πηλῷ» — [[επιχρίω]] με πηλό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαπλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω [ᾰ]· [[διαμορφώνω]], [[σχηματοποιώ]] ολοκληρωτικά, διαπλάθω, σε Πλούτ. κ.λπ.
}}
}}