3,274,919
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαπνέω:''' Επικ. -[[πνείω]], μέλ. <i>-πνεύσομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πνέω]] [[ανάμεσα]] σε, [[πνέω]] [[δυνατά]] — Παθ., <i>αὔραις διαπνεῖσθαι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αναπνέω]] με διαλείμματα, «[[παίρνω]]» [[ανάσα]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> αμτβ., διασκορπίζομαι σαν [[ατμός]], εξατμίζομαι, σε Πλάτ. | |lsmtext='''διαπνέω:''' Επικ. -[[πνείω]], μέλ. <i>-πνεύσομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πνέω]] [[ανάμεσα]] σε, [[πνέω]] [[δυνατά]] — Παθ., <i>αὔραις διαπνεῖσθαι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αναπνέω]] με διαλείμματα, «[[παίρνω]]» [[ανάσα]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> αμτβ., διασκορπίζομαι σαν [[ατμός]], εξατμίζομαι, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαπνέω:''' <b class="num">1)</b> продувать, обдувать, обвевать (αὔραις διαπνεῖσθαι Xen.; ὁ ἀὴρ διαπνεῖ τὸ [[σῶμα]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> pass. развеваться ([[τρίχες]] διαπνεόμεναι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> выдыхаться, испаряться (διαπνέοντος τοῦ ὑγροῦ Arst.); pass. развеиваться, рассеиваться (διαπίπτειν καὶ δ. Plat.; ἐξελθούσης τῆς ψυχῆς διαπνεῖται τὸ [[σῶμα]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> переводить дух, отдыхать, приходить в себя (ἐκ δυσχερείας Polyb.; διαπνεῦσαι καὶ [[στῆναι]] Plut.). | |||
}} | }} |