3,277,300
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαφθείρω:''' μέλ. <i>-φθερῶ</i>, Επικ. <i>-φθέρσω</i>, παρακ. <i>-έφθαρκα</i> και [[διέφθορα]] — Παθ. μέλ. <i>-φθᾰρήσομαι</i>, Ιων. <i>φθερέομαι</i>, γʹ πληθ. Ιων. υπερσ. [[διεφθάρατο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καταστρέφω]] ολοσχερώς, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· [[αποτελειώνω]], [[σκοτώνω]], [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]], [[ερημώνω]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>δ. χεῖρα</i>, [[αποδυναμώνω]], [[εξασθενώ]], [[κάμπτω]], [[λυγίζω]] το [[χέρι]] κάποιου, σε Ευρ.· [[θέτω]] [[εκτός]] λειτουργίας, [[αχρηστεύω]] ένα [[πλοίο]], σε Ηρόδ.· απόλ., [[ξεχνώ]], [[ξεμυαλίζω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[εξαχρειώνω]], [[διαφθείρω]], σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· [[ιδίως]], [[διαφθείρω]] με δωροδοκίες, σε Ηρόδ., Δημ.· [[αποπλανώ]], σε Λυσ.<br /><b class="num">3.</b> <i>οὐδὲν διαφθείρας τοῦ χρώματος</i>, έχοντας αλλάξει [[τίποτα]] από το [[χρώμα]] του, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., καταστρέφομαι, ακρωτηριάζομαι, αχρηστεύομαι, σε Ηρόδ.· <i>τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος</i>, [[κουφός]], στον ίδ.· <i>τὰ σκέλεα δ</i>., με τα πόδια τους σπασμένα, στον ίδ.· <i>τὰ ὄμματα δ</i>., [[τυφλός]], σε Πλάτ.· [[τὰς]] φρένας, σε Ευρ.· <i>τὸ φρενῶν διαφθαρέν</i>, [[απώλεια]] της νόησης κάποιου, [[φρενοβλαβής]], στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> παρακ. [[διέφθορα]] είναι αμτβ. στον Όμηρ., έχω χάσει το [[μυαλό]] μου· [[αλλά]] στην Αττ. είναι μτβ., σε Σοφ., Ευρ. | |lsmtext='''διαφθείρω:''' μέλ. <i>-φθερῶ</i>, Επικ. <i>-φθέρσω</i>, παρακ. <i>-έφθαρκα</i> και [[διέφθορα]] — Παθ. μέλ. <i>-φθᾰρήσομαι</i>, Ιων. <i>φθερέομαι</i>, γʹ πληθ. Ιων. υπερσ. [[διεφθάρατο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καταστρέφω]] ολοσχερώς, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· [[αποτελειώνω]], [[σκοτώνω]], [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]], [[ερημώνω]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>δ. χεῖρα</i>, [[αποδυναμώνω]], [[εξασθενώ]], [[κάμπτω]], [[λυγίζω]] το [[χέρι]] κάποιου, σε Ευρ.· [[θέτω]] [[εκτός]] λειτουργίας, [[αχρηστεύω]] ένα [[πλοίο]], σε Ηρόδ.· απόλ., [[ξεχνώ]], [[ξεμυαλίζω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[εξαχρειώνω]], [[διαφθείρω]], σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· [[ιδίως]], [[διαφθείρω]] με δωροδοκίες, σε Ηρόδ., Δημ.· [[αποπλανώ]], σε Λυσ.<br /><b class="num">3.</b> <i>οὐδὲν διαφθείρας τοῦ χρώματος</i>, έχοντας αλλάξει [[τίποτα]] από το [[χρώμα]] του, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., καταστρέφομαι, ακρωτηριάζομαι, αχρηστεύομαι, σε Ηρόδ.· <i>τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος</i>, [[κουφός]], στον ίδ.· <i>τὰ σκέλεα δ</i>., με τα πόδια τους σπασμένα, στον ίδ.· <i>τὰ ὄμματα δ</i>., [[τυφλός]], σε Πλάτ.· [[τὰς]] φρένας, σε Ευρ.· <i>τὸ φρενῶν διαφθαρέν</i>, [[απώλεια]] της νόησης κάποιου, [[φρενοβλαβής]], στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> παρακ. [[διέφθορα]] είναι αμτβ. στον Όμηρ., έχω χάσει το [[μυαλό]] μου· [[αλλά]] στην Αττ. είναι μτβ., σε Σοφ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαφθείρω:''' (fut. διαφθερῶ, aor. διέφθειρα, pf. 1 [[διέφθαρκα]], pf. 2 [[διέφθορα]]; pass.: aor. 2 [[διεφθάρην]], pf. διέφθαρμαι)<br /><b class="num">1)</b> разрушать (πόλιν Hom.); уничтожать, опустошать (ὑὸς [[χρῆμα]] τὰ ἔργα διαφθείρει Her.; [[ἔλαφος]] διαφθείρων τὴν νόμην Arst.);<br /><b class="num">2)</b> убивать, умерщвлять (τινά Her.); pass. погибать (λιμῷ Her.; [[πᾶς]] διέφθαρται [[στρατός]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> разрушать, повреждать, портить (αἱ [[νῆες]] διεφθάρησαν Her.); расстраивать (τὴν συνουσίαν Plat.): τῶν [[οὕτερος]] διέφθαρτο Her. (у Креза было два сына), из которых один был калекой; διεφθαρμένος τὴν ἀκοήν Her. глухой; διεφθαρμένος τὰ ὄμματα Plat. с испорченным зрением или ослепший; ὑπὸ τῆς νόσου διεφθαρμένος Isocr. надломленный болезнью; διεφθάρθαι φρένας Eur. прийти в уныние; τὴν φρόνησιν διαφθαρείς Isocr. потерявший рассудок;<br /><b class="num">4)</b> искажать, извращать (νόμους, [[γραμματεῖον]] Isocr.);<br /><b class="num">5)</b> совращать, развращать (γυναῖκα Lys.; κόρην Men.; τοὺς νέους Plat.);<br /><b class="num">6)</b> (тж. δ. νομῇ χρημάτων Aeschin., ἐπὶ χρήμασι Dem., ἀργυρίῳ и διὰ [[κέρδος]] Arst.) подкупать (τινα Her., Dem.);<br /><b class="num">7)</b> портиться (ὑπὸ εὐτυχίας βεβαίου διεφθορώς Plut.): διέφθορας Hom. ты потерял рассудок; τὰ διεφθορότα σώματα Plut. гниющие тела. | |||
}} | }} |