Anonymous

διαφθείρω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[διαφθείρω]], Μ και διαφτείρω και διαφτείρνω και διαφτέρνω)<br /><b>1.</b> (με [[ηθική]] ένν.) [[εξαχρειώνω]], [[βλάπτω]], [[κάνω]] κάποιον χειρότερο («τα ανήθικα αναγνώσματα διαφθείρουν τα [[παιδιά]]»)<br /><b>2.</b> [[φθείρω]] με δώρα, [[δωροδοκώ]] κάποιον για να μεροληπτήσει («πολλοὺς Ἀθηναίων ἀργυρίῳ διαφθείρειν», Λυσ.)<br /><b>3.</b> (για γυναίκες) [[αποπλανώ]], [[ατιμάζω]], [[διακορεύω]], [[απατώ]]<br />«οὐ μόνον τὴν σὴν [[γυναίκα]] διέφθαρκεν ἀλλὰ καὶ ἄλλας πολλὰς», Λυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>διεφθαρμένος</i><br />ο ηθικά ξεπεσμένος, [[έκφυλος]], [[αισχρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταστρέφω]] εντελώς, [[αφανίζω]]<br /><b>2.</b> (για ανθρ.) [[σκοτώνω]], [[θανατώνω]], [[σφάζω]] («ἐκείνους ἀγαγῶν εἰς Κόρινθον διέφθειρε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εξοντώνω]], [[εξολοθρεύω]] («τῇ δ' ἡμέρᾳ παύσει σφε καὶ διαφθερεῑ», <b>Σοφ.</b> Οιδ. Τύρ.)<br /><b>4.</b> [[σπάζω]], [[τσακίζω]] («ὑγιὴ λίθον [[διαφθείρω]]»)<br /><b>5.</b> (για καταστάσεις) [[διαλύω]], π.χ., [[συναναστροφή]]<br /><b>6.</b> [[εξασθενώ]] («χεῑρα δ' οὐ διαφθερῶ», <b>Ευρ.</b> Μήδ.)<br /><b>7.</b> (για [[γυναίκα]]) [[αποβάλλω]], [[ρίχνω]] το [[παιδί]] («[[κρύφα]] τις διαπαρθενευθεῑσα καἰ διαφθαρεῑσα τὸ [[βρέφος]]»)<br /><b>8.</b> [[ξεχνώ]], [[λησμονώ]] («οὐκ ἴσθ, ὁποίῳ φαρμάκῳ διαφθερεῑν ἔμελλον», <b>Ευρ.</b>, Ιππ.)<br /><b>9.</b> <b>(παρακμ.)</b> α) <b>(αμτβ.)</b> <i>διέφθορα</i><br />[[είμαι]] [[χαμένος]], έχω καταστραφεί (συνήθ. σε [[χρήση]] ως μτχ. <i>διεφθορώς</i><br />[[χαλασμένος]], μολυσμένος, αποσυνθεμένος)<br />β) στους δόκιμους αττικούς συγγραφείς [[πάντα]] μτβ. («τάς... ελπίδας διέφθορεν», <b>Σοφ.</b> Ηλ.)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «[[διαφθείρω]] τους νόμους» — [[διαστρέφω]] τους νόμους.
|mltxt=(Α [[διαφθείρω]], Μ και διαφτείρω και διαφτείρνω και διαφτέρνω)<br /><b>1.</b> (με [[ηθική]] ένν.) [[εξαχρειώνω]], [[βλάπτω]], [[κάνω]] κάποιον χειρότερο («τα ανήθικα αναγνώσματα διαφθείρουν τα [[παιδιά]]»)<br /><b>2.</b> [[φθείρω]] με δώρα, [[δωροδοκώ]] κάποιον για να μεροληπτήσει («πολλοὺς Ἀθηναίων ἀργυρίῳ διαφθείρειν», Λυσ.)<br /><b>3.</b> (για γυναίκες) [[αποπλανώ]], [[ατιμάζω]], [[διακορεύω]], [[απατώ]]<br />«οὐ μόνον τὴν σὴν [[γυναίκα]] διέφθαρκεν ἀλλὰ καὶ ἄλλας πολλὰς», Λυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>διεφθαρμένος</i><br />ο ηθικά ξεπεσμένος, [[έκφυλος]], [[αισχρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταστρέφω]] εντελώς, [[αφανίζω]]<br /><b>2.</b> (για ανθρ.) [[σκοτώνω]], [[θανατώνω]], [[σφάζω]] («ἐκείνους ἀγαγῶν εἰς Κόρινθον διέφθειρε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εξοντώνω]], [[εξολοθρεύω]] («τῇ δ' ἡμέρᾳ παύσει σφε καὶ διαφθερεῑ», <b>Σοφ.</b> Οιδ. Τύρ.)<br /><b>4.</b> [[σπάζω]], [[τσακίζω]] («ὑγιὴ λίθον [[διαφθείρω]]»)<br /><b>5.</b> (για καταστάσεις) [[διαλύω]], π.χ., [[συναναστροφή]]<br /><b>6.</b> [[εξασθενώ]] («χεῑρα δ' οὐ διαφθερῶ», <b>Ευρ.</b> Μήδ.)<br /><b>7.</b> (για [[γυναίκα]]) [[αποβάλλω]], [[ρίχνω]] το [[παιδί]] («[[κρύφα]] τις διαπαρθενευθεῑσα καἰ διαφθαρεῑσα τὸ [[βρέφος]]»)<br /><b>8.</b> [[ξεχνώ]], [[λησμονώ]] («οὐκ ἴσθ, ὁποίῳ φαρμάκῳ διαφθερεῑν ἔμελλον», <b>Ευρ.</b>, Ιππ.)<br /><b>9.</b> <b>(παρακμ.)</b> α) <b>(αμτβ.)</b> <i>διέφθορα</i><br />[[είμαι]] [[χαμένος]], έχω καταστραφεί (συνήθ. σε [[χρήση]] ως μτχ. <i>διεφθορώς</i><br />[[χαλασμένος]], μολυσμένος, αποσυνθεμένος)<br />β) στους δόκιμους αττικούς συγγραφείς [[πάντα]] μτβ. («τάς... ελπίδας διέφθορεν», <b>Σοφ.</b> Ηλ.)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «[[διαφθείρω]] τους νόμους» — [[διαστρέφω]] τους νόμους.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαφθείρω:''' μέλ. <i>-φθερῶ</i>, Επικ. <i>-φθέρσω</i>, παρακ. <i>-έφθαρκα</i> και [[διέφθορα]] — Παθ. μέλ. <i>-φθᾰρήσομαι</i>, Ιων. <i>φθερέομαι</i>, γʹ πληθ. Ιων. υπερσ. [[διεφθάρατο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καταστρέφω]] ολοσχερώς, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· [[αποτελειώνω]], [[σκοτώνω]], [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]], [[ερημώνω]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>δ. χεῖρα</i>, [[αποδυναμώνω]], [[εξασθενώ]], [[κάμπτω]], [[λυγίζω]] το [[χέρι]] κάποιου, σε Ευρ.· [[θέτω]] [[εκτός]] λειτουργίας, [[αχρηστεύω]] ένα [[πλοίο]], σε Ηρόδ.· απόλ., [[ξεχνώ]], [[ξεμυαλίζω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[εξαχρειώνω]], [[διαφθείρω]], σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· [[ιδίως]], [[διαφθείρω]] με δωροδοκίες, σε Ηρόδ., Δημ.· [[αποπλανώ]], σε Λυσ.<br /><b class="num">3.</b> <i>οὐδὲν διαφθείρας τοῦ χρώματος</i>, έχοντας αλλάξει [[τίποτα]] από το [[χρώμα]] του, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., καταστρέφομαι, ακρωτηριάζομαι, αχρηστεύομαι, σε Ηρόδ.· <i>τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος</i>, [[κουφός]], στον ίδ.· <i>τὰ σκέλεα δ</i>., με τα πόδια τους σπασμένα, στον ίδ.· <i>τὰ ὄμματα δ</i>., [[τυφλός]], σε Πλάτ.· [[τὰς]] φρένας, σε Ευρ.· <i>τὸ φρενῶν διαφθαρέν</i>, [[απώλεια]] της νόησης κάποιου, [[φρενοβλαβής]], στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> παρακ. [[διέφθορα]] είναι αμτβ. στον Όμηρ., έχω χάσει το [[μυαλό]] μου· [[αλλά]] στην Αττ. είναι μτβ., σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}