3,277,042
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δίθῠρος:''' -ον ([[θύρα]]), αυτός που έχει [[δύο]] πόρτες, [[δίπορτος]], σε Πλούτ.· αυτός που αποτελείται από [[δύο]] φύλλα, [[δίπτυχος]]· λέγεται για πλακίδια, σε Λουκ. | |lsmtext='''δίθῠρος:''' -ον ([[θύρα]]), αυτός που έχει [[δύο]] πόρτες, [[δίπορτος]], σε Πλούτ.· αυτός που αποτελείται από [[δύο]] φύλλα, [[δίπτυχος]]· λέγεται για πλακίδια, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δίθῠρος:''' <b class="num">1)</b> имеющий двое ворот, двухвратный ([[νεώς]] Plut.): τὰ δίθυρα Polyb. трибунал (в Риме);<br /><b class="num">2)</b> двустворчатый ([[γένος]] τῶν ὀστρακοδέρμων Arst.);<br /><b class="num">3)</b> двудольный (σπέρματα Arst.);<br /><b class="num">4)</b> состоящий из двух табличек (δέλτοι Luc.). | |||
}} | }} |