Anonymous

δίθυρος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίθῠρος:''' -ον ([[θύρα]]), αυτός που έχει [[δύο]] πόρτες, [[δίπορτος]], σε Πλούτ.· αυτός που αποτελείται από [[δύο]] φύλλα, [[δίπτυχος]]· λέγεται για πλακίδια, σε Λουκ.
|lsmtext='''δίθῠρος:''' -ον ([[θύρα]]), αυτός που έχει [[δύο]] πόρτες, [[δίπορτος]], σε Πλούτ.· αυτός που αποτελείται από [[δύο]] φύλλα, [[δίπτυχος]]· λέγεται για πλακίδια, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίθῠρος:''' <b class="num">1)</b> имеющий двое ворот, двухвратный ([[νεώς]] Plut.): τὰ δίθυρα Polyb. трибунал (в Риме);<br /><b class="num">2)</b> двустворчатый ([[γένος]] τῶν ὀστρακοδέρμων Arst.);<br /><b class="num">3)</b> двудольный (σπέρματα Arst.);<br /><b class="num">4)</b> состоящий из двух табличек (δέλτοι Luc.).
}}
}}