Anonymous

δίθυρος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (AM [[δίθυρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο θύρες, εισόδους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) [[ελασματοβράγχια]] [[μαλάκια]] με δύο βαλβίδες<br />β) (για φυτά και καρπούς) αυτός που έχει δύο φλοιούς, δίφλουδος<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίθυρο</i>(<i>ν</i>)<br />η δίφυλλη πόρτα<br /><b>μσν.</b><br />(για μεταλλικές ή ξύλινες εικόνες) αυτή που διπλώνει στα δύο, δίπτυχο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φύλλο]] χαρτιού) ο διπλωμένος στα δύο<br /><b>2.</b> για σπόρους που διασχίζονται [[κατά]] τη [[γονιμοποίηση]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα [[δίθυρα]]<br />[[θρόνος]], τιμητικό [[θεωρείο]] με χώρο [[μπροστά]] στα πόδια που φράζεται από δίφυλλη πόρτα.
|mltxt=-ον (AM [[δίθυρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο θύρες, εισόδους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) [[ελασματοβράγχια]] [[μαλάκια]] με δύο βαλβίδες<br />β) (για φυτά και καρπούς) αυτός που έχει δύο φλοιούς, δίφλουδος<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίθυρο</i>(<i>ν</i>)<br />η δίφυλλη πόρτα<br /><b>μσν.</b><br />(για μεταλλικές ή ξύλινες εικόνες) αυτή που διπλώνει στα δύο, δίπτυχο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φύλλο]] χαρτιού) ο διπλωμένος στα δύο<br /><b>2.</b> για σπόρους που διασχίζονται [[κατά]] τη [[γονιμοποίηση]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα [[δίθυρα]]<br />[[θρόνος]], τιμητικό [[θεωρείο]] με χώρο [[μπροστά]] στα πόδια που φράζεται από δίφυλλη πόρτα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίθῠρος:''' -ον ([[θύρα]]), αυτός που έχει [[δύο]] πόρτες, [[δίπορτος]], σε Πλούτ.· αυτός που αποτελείται από [[δύο]] φύλλα, [[δίπτυχος]]· λέγεται για πλακίδια, σε Λουκ.
}}
}}