3,274,216
edits
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δῠνᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[δυνατός]]), είμαι [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[μεγαλοδύναμος]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''δῠνᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[δυνατός]]), είμαι [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[μεγαλοδύναμος]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δῠνατέω:''' быть сильным, могущественным (οὐκ ἀσθενεῖ, ἀλλὰ δυνατεῖ NT). | |||
}} | }} |