Anonymous

δυνατέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῠνᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[δυνατός]]), είμαι [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[μεγαλοδύναμος]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''δῠνᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[δυνατός]]), είμαι [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[μεγαλοδύναμος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''δῠνατέω:''' быть сильным, могущественным (οὐκ ἀσθενεῖ, ἀλλὰ δυνατεῖ NT).
}}
}}