3,273,164
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰσβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>·<br /><b class="num">II.</b> [[ρίχνω]] σε, [[μπαίνω]] σε, ακολουθ. από το <i>εἰς</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· Μέσ., επιβιβάζομαι στο [[πλοίο]] κάποιου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., ρίχνομαι σε, κάνω [[επιδρομή]], [[εισβάλλω]] σε, <i>εἰς χώραν</i>, στον ίδ., Αττ.· <i>πρὸς πόλιν εἰσβ</i>., [[πέφτω]] πάνω της, επιδράμω, σε Θουκ.· ποιητ. με αιτ., [[εφορμώ]], ρίχνομαι, [[συναντώ]], [[συμφωνώ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ποτάμια, εκχύνομαι, [[πέφτω]] μέσα σε, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''εἰσβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>·<br /><b class="num">II.</b> [[ρίχνω]] σε, [[μπαίνω]] σε, ακολουθ. από το <i>εἰς</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· Μέσ., επιβιβάζομαι στο [[πλοίο]] κάποιου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., ρίχνομαι σε, κάνω [[επιδρομή]], [[εισβάλλω]] σε, <i>εἰς χώραν</i>, στον ίδ., Αττ.· <i>πρὸς πόλιν εἰσβ</i>., [[πέφτω]] πάνω της, επιδράμω, σε Θουκ.· ποιητ. με αιτ., [[εφορμώ]], ρίχνομαι, [[συναντώ]], [[συμφωνώ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ποτάμια, εκχύνομαι, [[πέφτω]] μέσα σε, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰσβάλλω:''' ион. и староатт. [[ἐσβάλλω]]<br /><b class="num">1)</b> бросать, ввергать (τινά εἰς ἕρκη Soph.; τινὰ εἰς ἀπρόοπτον [[πῆμα]] Aesch.): ἐλέχθη φάρμακα ἐσβεβλήκοιεν ἐς τὰ φρέατα Thuc. был пущен слух, что (пелопоннесцы) отравили колодцы;<br /><b class="num">2)</b> вводить (на корабль), грузить (τοὺς ἵππους ἐς [[νέας]] Her.); med. грузиться (ἐσβαλόμενοι ἀπέπλευσαν Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> вести (στρατιὴν ἐς Σμύρνην Her.; [[βοῦς]] εἰς ἀρούρας Eur.);<br /><b class="num">4)</b> вливаться, впадать (αἱ διώρυχες εἰσβάλλουσι εἰς τὸν Εὐφράτην Xen.; ποταμὸς εἰς ὃν εἰσβάλλει ἡ [[κρήνη]] Arst.);<br /><b class="num">5)</b> вторгаться (στόλῳ μεγάλῳ ἐς Ἐλευσῖνα Her.; εἰς χώραν τινά Thuc., Plut.; χῶρόν τινα Eur.);<br /><b class="num">6)</b> (случайно или нечаянно) попадать, оказываться (Βρομίου πόλιν εἰσβαλεῖν Eur.);<br /><b class="num">7)</b> нападать, атаковать (ἐς τοὺς ὁπλίτας Thuc.): εἰσέβαλλον ἱππικαὶ πνοαί Soph. (их) обдавало дыханием коней. | |||
}} | }} |