ἐκτραχηλίζω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκτρᾰχηλίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, λέγεται για [[άλογο]] που ρίχνει τον αναβάτη πάνω από το [[κεφάλι]] του, σε Ξεν. — Παθ., [[σπάζω]] το λαιμό μου, σε Αριστοφ.· μεταφ., βυθίζομαι με το [[κεφάλι]] στην [[καταστροφή]], αφανίζομαι, σε Δημ.
|lsmtext='''ἐκτρᾰχηλίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, λέγεται για [[άλογο]] που ρίχνει τον αναβάτη πάνω από το [[κεφάλι]] του, σε Ξεν. — Παθ., [[σπάζω]] το λαιμό μου, σε Αριστοφ.· μεταφ., βυθίζομαι με το [[κεφάλι]] στην [[καταστροφή]], αφανίζομαι, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκτρᾰχηλίζω:''' <b class="num">1)</b> сбрасывать через шею, т. е. через голову ([[ἵππος]] πίπτει εἰς [[γόνατα]] καὶ ἐξετραχήλισέ τινα Xen.);<br /><b class="num">2)</b> бросать головой вниз (τινά Arph.); перен. приводить к гибели (τινά Luc.): ἐ. ἑαυτὸν ἀπὸ τῶν τειχῶν Plut. бросаться головой вниз со стен; pass. бросаться головой вниз, перен. ломать себе шею, гибнуть Dem.; ἵν᾽ ἐκτραχηλισθῇ [[πεσών]] Arph. чтобы он упал (в пропасть) и разбился насмерть.
}}
}}