3,276,984
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκπληκτικός:''' -ή, -όν ([[ἐκπλήσσω]]), αυτός που προξενεί, που προκαλεί [[έκπληξη]], [[καταπληκτικός]], [[τρομακτικός]], [[φοβερός]], [[εντυπωσιακός]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἐκπληκτικός:''' -ή, -όν ([[ἐκπλήσσω]]), αυτός που προξενεί, που προκαλεί [[έκπληξη]], [[καταπληκτικός]], [[τρομακτικός]], [[φοβερός]], [[εντυπωσιακός]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκπληκτικός:''' потрясающий, ужасающий ([[θόρυβος]] Thuc.; [[ἀναγνώρισις]] Arst.); наводящий страх (τοῖς ἐχθροῖς Xen.). | |||
}} | }} |