ἐνήλικος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνήλῐκος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται στην [[ακμή]] της ανδρικής ηλικίας, αυτός που έχει ενηλικιωθεί, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐνήλῐκος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται στην [[ακμή]] της ανδρικής ηλικίας, αυτός που έχει ενηλικιωθεί, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνήλῐκος:''' возмужалый, взрослый ([[παῖς]] Plut.).
}}
}}