Anonymous

ἐνήλικος: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο και [[ενήλιξ]], ο, η (AM [[ἐνῆλιξ]], ο, η και [[ἐνήλικος]], -ον) [[ήλιξ]]<br />αυτός που συμπλήρωσε τη νόμιμη [[ηλικία]] της αυτεξουσιότητας, που μπήκε στην ανδρική [[ηλικία]].
|mltxt=-η, -ο και [[ενήλιξ]], ο, η (AM [[ἐνῆλιξ]], ο, η και [[ἐνήλικος]], -ον) [[ήλιξ]]<br />αυτός που συμπλήρωσε τη νόμιμη [[ηλικία]] της αυτεξουσιότητας, που μπήκε στην ανδρική [[ηλικία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνήλῐκος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται στην [[ακμή]] της ανδρικής ηλικίας, αυτός που έχει ενηλικιωθεί, σε Πλούτ.
}}
}}