ἐπαισθάνομαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαισθάνομαι:''' μέλ. <i>-αισθήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ῃσθόμην</i>· αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], [[αισθάνομαι]] ή έχω [[προαίσθηση]], με γεν., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[αντιλαμβάνομαι]], [[ακούω]], σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''ἐπαισθάνομαι:''' μέλ. <i>-αισθήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ῃσθόμην</i>· αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], [[αισθάνομαι]] ή έχω [[προαίσθηση]], με γεν., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[αντιλαμβάνομαι]], [[ακούω]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαισθάνομαι:''' (fut. ἐπαισθήσομαι, aor. 2 [[ἐπῃσθόμην]])<br /><b class="num">1)</b> чувствовать, воспринимать, ощущать (замечать, слышать и т. п.) (τινος Soph. и τι Aesch.): τίνος [[φώνημα]] [[ἐπῃσθόμην]]; Soph. чей голос я услышал (= слышу)?; ἡσθέντα αὐτὸν ὡς [[ἐπῃσθόμην]] Eur. когда я увидел, что он доволен; pass. восприниматься, ощущаться Dem.;<br /><b class="num">2)</b> узнавать (τὸν [[μόρον]] τινος Soph.): ἐπῄσθετ᾽ ἐκ θεοῦ καλούμενος Soph. он понял, что его призвал бог.
}}
}}