Anonymous

ἐπαισθάνομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπαισθάνομαι]] (AM)<br />[[αισθάνομαι]] καλά με τις αισθήσεις και [[κυρίως]] με την [[ακοή]], [[ακούω]] (α. «τίνος φωνῆς ἐπησθόμην;» <b>Σοφ.</b><br />β. «τῶν μύρων ἐπαισθόμεναι»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]], [[αντιλαμβάνομαι]] («ζηλοῡν ἔχω, ὁθούνεκ' [[οὐδέν]] τῶν δ' ἐπαισθάνει κακῶν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(απολ.)</b> [[αναλαμβάνω]] τις αισθήσεις μου, [[συνέρχομαι]].
|mltxt=[[ἐπαισθάνομαι]] (AM)<br />[[αισθάνομαι]] καλά με τις αισθήσεις και [[κυρίως]] με την [[ακοή]], [[ακούω]] (α. «τίνος φωνῆς ἐπησθόμην;» <b>Σοφ.</b><br />β. «τῶν μύρων ἐπαισθόμεναι»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]], [[αντιλαμβάνομαι]] («ζηλοῡν ἔχω, ὁθούνεκ' [[οὐδέν]] τῶν δ' ἐπαισθάνει κακῶν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(απολ.)</b> [[αναλαμβάνω]] τις αισθήσεις μου, [[συνέρχομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαισθάνομαι:''' μέλ. <i>-αισθήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ῃσθόμην</i>· αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], [[αισθάνομαι]] ή έχω [[προαίσθηση]], με γεν., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[αντιλαμβάνομαι]], [[ακούω]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}