ἐπαισθάνομαι
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
English (LSJ)
A have a perception of or have a feeling of, c. gen. objecti, μῶν Ὀδυσσέως ἐπῃσθόμην; S.Ph.1296; ὀμφῆς τῆς ἐμῆς Id.OC1351, cf. Ant.1183; διαφορᾶς Epicur.Nat.14.10; especially of symptoms of disease, τῶν καθ' ἕκαστα σαθρῶν D.11.14: hence abs., ἐ. τι τῷ σώματι to be indisposed, D.C.52.24.
2 c.acc., perceive, τι A.Ag.85 (anap.); οὐδέν S.Aj.553, D.2.21; τὸν σὸν μόρον ἐ. hear of it, S.Aj.996: c. part., ἐπῄσθετ' ἐκ θεοῦ καλούμενος Id.OC1629; ἡσθέντα δ' αὐτὸν ὡς ἐπῃσθόμην E.Cyc.420.
3 abs., become sensible, recover one's senses, Hp.Morb. 3.8.
German (Pape)
[Seite 895] (s. αἰσθάνομαι), bemerken, wahrnehmen durch irgend einen Sinn, wie das simplex; Ὀδυσσέως, ὀμφῆς, hören, Soph. Phil. 1280 O. C. 1353; κακῶν Ai. 549; c. partic., ἐκ θεοῦ καλούμενος, daß ich gerufen werde, O. C. 1625; αὐτὸν ἡσθέντα Eur. Cycl. 419; τί, Etwas in Erfahrung bringen, Aesch. Ag. 85; τὸν σὸν μόρον Soph. Ai. 992. Einzeln auch in Prosa, οὐδὲν ἐπαισθάνεται τῶν σαθρῶν Dem. 2, 21; Sp.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπαισθήσομαι, ao.2 ἐπῃσθόμην;
1 entendre, gén.;
2 comprendre, apprendre, être informé de, acc. : ἐπῄσθετ' ἐκ θεοῦ καλούμενος SOPH il comprit qu'il était appelé par le dieu.
Étymologie: ἐπί, αἰσθάνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαισθάνομαι: (fut. ἐπαισθήσομαι, aor. 2 ἐπῃσθόμην)
1 чувствовать, воспринимать, ощущать (замечать, слышать и т. п.) (τινος Soph. и τι Aesch.): τίνος φώνημα ἐπῃσθόμην; Soph. чей голос я услышал (= слышу)?; ἡσθέντα αὐτὸν ὡς ἐπῃσθόμην Eur. когда я увидел, что он доволен; pass. восприниматься, ощущаться Dem.;
2 узнавать (τὸν μόρον τινος Soph.): ἐπῄσθετ᾽ ἐκ θεοῦ καλούμενος Soph. он понял, что его призвал бог.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαισθάνομαι: μέλλ. -αισθήσομαι: Ἀποθ.: - λαμβάνω αἴσθησίν τινος, αἰσθάνομαι τι, ἀκούω. μετὰ γεν. ἀντικειμένου, τέκνον, τίνος φώνημα; μῶν Ὀδυσσέως ἐπῃσθόμην; Σοφ. Φιλ. 1296· οὔ τἄν ποτ’ ὀμφῆς τῆς ἐμῆς ἐπῄσθετο ὁ αὐτὸς ἐν Ο. Κ. 1351, πρβλ. Ἀντ. 1183. 2) αἰσθάνομαι, ὡς καὶ νῦν, μετ’ αἰτ., τί δ’ ἐπαισθομένη...; Αἰσχύλ. Ἀγ. 85· καίτοι σε καὶ νῦν τοῦτό γε ζηλοῦν ἔχω, ὁθούν εκ’ οὐδὲν τῶνδ’ ἐπαισθάνει κακῶν Σοφ. Αἴ. 553, Δημ. 24. 4, κτλ.· τὸν σὸν ὡς ἐπῃσθόμην μόρον, ὅτε ἔμαθον τὸν σὸν μόρον, Σοφ. Αἴ. 996· μετὰ μετοχ., ὁ δ’ ὡς ἐπῄσθετ’ ἐκ θεοῦ καλούμενος, ὅτε ᾐσθάνθη ὅτι ἐκαλεῖτο ὑπὸ τοῦ θεοῦ, ὁ αὐτὸς ἐν Ο. Κ. 1629· ἡσθέντα δ’ αὐτὸν ὡς ἐπῃσθόμην ἐγώ, δὲ κατενόησα ὅτι ηὐχαριστήθη, Εὐρ. Κύκλ. 420. 3) ἐπανέρχομαι εἰς ἐμαυτόν, ἀνακτῶμαι, ἀναλαμβάνω τὰς αἰσθήσεις μου, Ἱππ. 490.
Greek Monolingual
ἐπαισθάνομαι (AM)
αισθάνομαι καλά με τις αισθήσεις και κυρίως με την ακοή, ακούω (α. «τίνος φωνῆς ἐπησθόμην;» Σοφ.
β. «τῶν μύρων ἐπαισθόμεναι»)
αρχ.
1. αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι («ζηλοῦνἔχω, ὁθούνεκ' οὐδέν τῶν δ' ἐπαισθάνει κακῶν», Σοφ.)
2. (απολ.) αναλαμβάνω τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι.
Greek Monotonic
ἐπαισθάνομαι: μέλ. -αισθήσομαι, αόρ. βʹ -ῃσθόμην· αποθ.·
1. αντιλαμβάνομαι, αισθάνομαι ή έχω προαίσθηση, με γεν., σε Σοφ.
2. με αιτ., αντιλαμβάνομαι, ακούω, σε Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
fut. -αισθήσομαι aor2 -ῃσθόμην
Dep.
1. to have a perception or feeling of, c. gen., Soph.
2. c. acc. to perceive, hear, Aesch., Soph.