3,277,119
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπισκήπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> κάνω [[κάτι]] να γείρει πάνω σε, κάνω [[κάτι]] να πέσει πάνω σε, σε Αισχύλ.· [[αναθέτω]], <i>τί τινι</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[πέφτω]] σαν [[κεραυνός]], σαν [[αστραπή]]· μεταφ., <i>δεῦρ' ἐπέσκηψεν</i>, κατάντησε σε αυτό το [[σημείο]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[επιβάλλω]] σε κάποιον να κάνει [[κάτι]], [[παραγγέλλω]], [[διατάσσω]], [[προστάζω]], [[δίνω]] αυστηρή [[εντολή]] σε, με δοτ. προσ. και απαρ., στον ίδ., σε Σοφ.· με αιτ. και απαρ., σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> ως Αττ. [[δικανικός]] όρος, γενικά στη Μέσ., [[καταγγέλλω]] κάποιον, έτσι ώστε να ασκηθεί [[εναντίον]] του [[δίωξη]] για [[ψευδομαρτυρία]], σε Πλούτ. κ.λπ. — Παθ., καταγγέλλομαι ως [[ένοχος]] εγκλήματος, με γεν., σε Σοφ. | |lsmtext='''ἐπισκήπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> κάνω [[κάτι]] να γείρει πάνω σε, κάνω [[κάτι]] να πέσει πάνω σε, σε Αισχύλ.· [[αναθέτω]], <i>τί τινι</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[πέφτω]] σαν [[κεραυνός]], σαν [[αστραπή]]· μεταφ., <i>δεῦρ' ἐπέσκηψεν</i>, κατάντησε σε αυτό το [[σημείο]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[επιβάλλω]] σε κάποιον να κάνει [[κάτι]], [[παραγγέλλω]], [[διατάσσω]], [[προστάζω]], [[δίνω]] αυστηρή [[εντολή]] σε, με δοτ. προσ. και απαρ., στον ίδ., σε Σοφ.· με αιτ. και απαρ., σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> ως Αττ. [[δικανικός]] όρος, γενικά στη Μέσ., [[καταγγέλλω]] κάποιον, έτσι ώστε να ασκηθεί [[εναντίον]] του [[δίωξη]] για [[ψευδομαρτυρία]], σε Πλούτ. κ.λπ. — Παθ., καταγγέλλομαι ως [[ένοχος]] εγκλήματος, με γεν., σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπισκήπτω:''' <b class="num">1)</b> досл. опирать, упирать, перен. возлагать, поручать (τελευτὴν θεσφάτων ἔς τινα Aesch.; τινὶ [[χάριν]] τινά Soph.; ζῶντά τινα κομίσαι εἰς Ἰταλίαν Plut.): ἐ. τινὶ μηδὲν νεωτερίζειν περί τι Thuc. убеждать кого-л. сохранить что-л. в неприкосновенности; ἐπισκῆψαί τι περί τινος Luc. сделать какие-л. распоряжения насчет кого(чего)-л.; ὅ τι ἀποθνήσκειν μέλλοντες ἐπέσκηψαν Lys. то, что они перед смертью завещали; ὧν ἐπισκήπτεις [[πέρι]] Eur. то, о чем ты просишь; τοσοῦτον δή σ᾽ [[ἐπισκήπτω]] Soph. вот о чем я прошу тебя;<br /><b class="num">2)</b> перен. обрушиваться, поражать ([[ἀφορία]] τε καὶ [[νόσος]] ἐπέσκηψε Plut.): [[ἐπεὶ]] δὲ [[πρᾶγμα]] ἐπέσκηψεν [[τόδε]] Aesch. поскольку уж так случилось;<br /><b class="num">3)</b> опровергать, возражать (τινί Plat.; med. οὐδεμίᾳ τῶν μαρτυριῶν Isae.);<br /><b class="num">4)</b> med. выступать с обвинением, обвинять (εἴς τινα Lys.; τινι φόνου Plat., τινι τῶν ψευδομαρτυριῶν Dem.): ἐὰν ἐπισκηφθῇ τὰ [[ψευδῆ]] μαρτυρῆσαι Plat. если он будет уличен в лжесвидетельстве; ὡς αἰτίαν τινὸς ἔχων ἐπισκήψασθαι πρός τινος Soph. быть кем-л. изобличенным как виновник чего-л. | |||
}} | }} |