ἡδύς: Difference between revisions

1,590 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡδύς:''' [[ἡδεῖα]], ἡδύ, επίσης [[άπαξ]] στον Όμηρ. θηλ. [[ἡδύς]], όπως το θηλ. Δωρ. [[ἁδύς]], ανώμ. αιτ. [[ἁδέα]] αντί <i>ἡδύν</i> και αντί <i>ἡδεῖαν</i>, Ιων. θηλ. <i>ἡδέᾰ</i>, Δωρ. [[ἁδέα]], συγκρ. [[ἡδίων]] [ῑ], υπερθ. [[ἥδιστος]], και μεταγεν. <i>ἡδύτερος</i>, <i>ἡδύτατος</i> ([[ἁνδάνω]]).<br /><b class="num">I.</b> ο [[γλυκός]] στη [[γεύση]] ή στην [[οσμή]] ([[εύγευστος]] και [[εύοσμος]]), σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται επίσης σε [[σχέση]] με την [[ακοή]], στον ίδ.· [[έπειτα]] χρησιμοποιείται για [[κάθε]] ευχάριστο [[συναίσθημα]] ή [[κατάσταση]], όπως ο ύπνος, στον ίδ.· με απαρέμφ., ἡδὺς [[δρακεῖν]], σε Αισχύλ.· ἡδὺς ἀκοῦσαι [[λόγος]], σε Πλάτ.· <i>ἡδύ ἐστι</i> ή <i>γίγνεται</i>, είναι ευχάριστο, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, <i>οὔμοι ἥδιόν ἐστι λέγειν</i>, θα προτιμούσα να μην πω, σε Ηρόδ.· ουδ. ως ουσ., τὰ [[ἡδέα]], οι απολαύσεις, οι ηδονές, σε Θουκ.· ουδ. ως επίρρ., [[ἡδέως]], γλυκά, ευχάριστα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μετά]] τον Όμηρο, λέγεται για πρόσωπα, [[ευχάριστος]], [[ευπρόσδεκτος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ευχαριστημένος]], [[χαρούμενος]], στον ίδ., σε Δημ.· σε προσφωνήσεις προσώπων, <i>ὦ ἥδιστε</i>, το του Ορατίου dulcissime rerum, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> όπως το [[εὐήθης]], [[αθώος]], [[απλός]], [[αφελής]]· <i>ὡς ἡδὺς εἶ</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. [[ἡδέως]], γλυκά, ευχάριστα, με [[ευχαρίστηση]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· [[ἡδέως]] ἂν ἐροίμην, θα ρωτούσα ευχαρίστως, θα ήθελα να ρωτήσω, σε Δημ.· [[ἡδέως]] ἔχειν τι, είμαι [[ευχαριστημένος]] ή ικανοποιημένος με [[κάτι]], σε Ευρ.· [[ἡδέως]] ἔχειν [[πρός]] τινα ή <i>τινι</i>, είμαι [[ευγενικός]], φιλικά διακείμενος [[απέναντι]] σε κάποιον, σε Δημ.· συγκρ. [[ἥδιον]], σε Πλάτ. κ.λπ.· υπερθ. [[ἥδιστα]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἡδύς:''' [[ἡδεῖα]], ἡδύ, επίσης [[άπαξ]] στον Όμηρ. θηλ. [[ἡδύς]], όπως το θηλ. Δωρ. [[ἁδύς]], ανώμ. αιτ. [[ἁδέα]] αντί <i>ἡδύν</i> και αντί <i>ἡδεῖαν</i>, Ιων. θηλ. <i>ἡδέᾰ</i>, Δωρ. [[ἁδέα]], συγκρ. [[ἡδίων]] [ῑ], υπερθ. [[ἥδιστος]], και μεταγεν. <i>ἡδύτερος</i>, <i>ἡδύτατος</i> ([[ἁνδάνω]]).<br /><b class="num">I.</b> ο [[γλυκός]] στη [[γεύση]] ή στην [[οσμή]] ([[εύγευστος]] και [[εύοσμος]]), σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται επίσης σε [[σχέση]] με την [[ακοή]], στον ίδ.· [[έπειτα]] χρησιμοποιείται για [[κάθε]] ευχάριστο [[συναίσθημα]] ή [[κατάσταση]], όπως ο ύπνος, στον ίδ.· με απαρέμφ., ἡδὺς [[δρακεῖν]], σε Αισχύλ.· ἡδὺς ἀκοῦσαι [[λόγος]], σε Πλάτ.· <i>ἡδύ ἐστι</i> ή <i>γίγνεται</i>, είναι ευχάριστο, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, <i>οὔμοι ἥδιόν ἐστι λέγειν</i>, θα προτιμούσα να μην πω, σε Ηρόδ.· ουδ. ως ουσ., τὰ [[ἡδέα]], οι απολαύσεις, οι ηδονές, σε Θουκ.· ουδ. ως επίρρ., [[ἡδέως]], γλυκά, ευχάριστα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μετά]] τον Όμηρο, λέγεται για πρόσωπα, [[ευχάριστος]], [[ευπρόσδεκτος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ευχαριστημένος]], [[χαρούμενος]], στον ίδ., σε Δημ.· σε προσφωνήσεις προσώπων, <i>ὦ ἥδιστε</i>, το του Ορατίου dulcissime rerum, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> όπως το [[εὐήθης]], [[αθώος]], [[απλός]], [[αφελής]]· <i>ὡς ἡδὺς εἶ</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. [[ἡδέως]], γλυκά, ευχάριστα, με [[ευχαρίστηση]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· [[ἡδέως]] ἂν ἐροίμην, θα ρωτούσα ευχαρίστως, θα ήθελα να ρωτήσω, σε Δημ.· [[ἡδέως]] ἔχειν τι, είμαι [[ευχαριστημένος]] ή ικανοποιημένος με [[κάτι]], σε Ευρ.· [[ἡδέως]] ἔχειν [[πρός]] τινα ή <i>τινι</i>, είμαι [[ευγενικός]], φιλικά διακείμενος [[απέναντι]] σε κάποιον, σε Δημ.· συγκρ. [[ἥδιον]], σε Πλάτ. κ.λπ.· υπερθ. [[ἥδιστα]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡδύς:''' [[ἡδεῖα]], ἡδύ, дор. [[ἁδύς]] (gen. ἡδέος, ἡδείας, ἡδέος) (эп. f тж. [[ἡδύς]]; дор. f тж. [[ἁδέα]])<br /><b class="num">1)</b> сладкий (в более широком смысле, чем γλυχύς), вкусный ([[δεῖπνον]], [[οἶνος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> приятно пахнущий, душистый, ароматный ([[ὀδμή]], ἀμβροσίη Hom.);<br /><b class="num">3)</b> приятный для уха, ласкающий слух ([[ἀοιδή]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> сладостный ([[ὕπνος]] Hom., Eur.; [[κοῖτος]] Hom.; [[ἐλπίς]] Pind.);<br /><b class="num">5)</b> приятный, радостный ([[μῦθος]] Soph.): ἡ. ἀκοῦσαι [[λόγος]] Plat. приятная для слуха речь; αἴ κέ περ [[ὔμμι]] [[φίλον]] καὶ ἡδὺ γένοιτο Hom. если (это) вам желательно и приятно;<br /><b class="num">6)</b> дорогой, милый ([[ἀνήρ]] Soph.);<br /><b class="num">7)</b> ирон. милый мой, в смысле наивный, простодушный; ὦ ἥδιστε! Plat. ах, милый ты мой! (ср. лат. dulcissime rerum!); ὡς ἡ. εἶ! Plat. какой же ты наивный!;<br /><b class="num">8)</b> испытывающий радость, восхищенный, довольный: ἡ. [[εἰμὶ]] ἀκούσας Dem. я рад, что слышал.
}}
}}