Anonymous

ἡδύς: Difference between revisions

From LSJ
2,839 bytes added ,  30 December 2018
4
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εία, -ύ (Α [[ἡδύς]], δωρ. τ. [[ἁδύς]], -εῑα, -ύ, στον Όμ. το θηλ. και [[ἡδύς]] [μόνο μία [[φορά]]], ιων. θηλ. ἡδέα, δωρ. θηλ. [[ἁδέα]])<br /><b>1.</b> [[γλυκός]], [[ευχάριστος]] στις αισθήσεις, [[κυρίως]] στη [[γεύση]], στην όσφρηση και στην [[ακοή]] («ἡδύ δεῑπνον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (κατ' επέκτ. και για [[κάθε]] ευχάριστη [[κατάσταση]]) [[απολαυστικός]] («[[ἡδύς]] [[ὕπνος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἡδύ ἐστι» ή «[[είναι]] ηδύ» — [[είναι]] ευχάριστο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[μετά]] τον Όμ.) [[ευάρεστος]], [[ευπρόσδεκτος]], [[εύθυμος]] («ἀλλ' εἰκάσαι μέν, [[ἡδύς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αφελής]], [[απλοϊκός]], [[ανόητος]] («ὡς [[ἡδύς]] εἶ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[γεμάτος]] [[χαρά]], [[ευχαριστημένος]] («ἡδίους ἔσεσθαι ἀκούσαντες», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡδύ</i><br />η [[γλυκύτητα]], η [[ομορφιά]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἡδέα</i><br />οι ηδονές, οι απολαύσεις<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἡδύ</i><br />α) [[γλυκά]]<br />β) ηδονικά, ευχάριστα<br /><b>7.</b> (το υπερθ. ως προσφών.) <i>ὦ ἥδιστε</i><br />γλυκύτατε, γλυκέ μου άνθρωπε. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηδέως</i> (AM [[ἡδέως]])<br />με [[ευχαρίστηση]], με [[προθυμία]], ευχαρίστως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α. «[[ἡδέως]] ἔχω» — [[είμαι]] [[ευχάριστος]]<br />β. «[[ἡδέως]] ἔχω τι» — αρκούμαι σε [[κάτι]], [[είμαι]] [[ευχαριστημένος]]<br />γ. «[[ἡδέως]] ἔχω [[πρός]] τινα» ή «[[ἡδέως]] ἔχω τινί» — [[είμαι]] [[καλός]], έχω καλές διαθέσεις [[προς]] κάποιον<br />δ. «[[ἡδέως]] μοί ἐστι» — μέ ευχαριστεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ηδύς]] <span style="color: red;"><</span> <i>Fᾱδύς</i> ταυτίζεται με αρχ. ινδ. <i>sv</i><i>ā</i><i>du</i>-, γαλατ. <i>suadu</i>-<i>r</i><i>ī</i><i>x</i> και ανάγεται σε IE <i>su</i><i>ā</i><i>du</i>-<i>s</i> με την [[ίδια]] σημ. Συνδέεται [[επίσης]] με λατ. <i>su</i><i>ā</i><i>vis</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>suozi</i>, αγγλοσαξ. swēte. Η λ. [[ηδύς]] στον Όμηρο απαντά με σημ. «[[εύγευστος]]», ενώ αργότερα [[κυρίως]] με σημ. «[[γλυκός]]» και «[[ευχάριστος]]». Στις ΙΕ γλώσσες, γενικότερα, λέξεις με σημ. «[[γλυκός]]» χρησιμοποιούνται αναφορικά με άλλες αισθήσεις [[παρά]] με τη [[γεύση]] (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>sweet smell</i> «γλυκιά [[μυρωδιά]]», <i>sweet voice</i> «γλυκιά [[φωνή]]»), [[έτσι]] ώστε [[συχνά]] επικράτησε η γενικότερη [[έννοια]] «[[ευχάριστος]]» και χρησιμοποιήθηκαν άλλες λέξεις αποκλειστικά για τη [[γεύση]]. Τέλος, η λ. [[ηδύς]] απαντά ως α' συνθετικό 40 [[περίπου]] λέξεων της Ελληνικής με τη [[μορφή]] <i>ηδυ</i>-].
|mltxt=-εία, -ύ (Α [[ἡδύς]], δωρ. τ. [[ἁδύς]], -εῑα, -ύ, στον Όμ. το θηλ. και [[ἡδύς]] [μόνο μία [[φορά]]], ιων. θηλ. ἡδέα, δωρ. θηλ. [[ἁδέα]])<br /><b>1.</b> [[γλυκός]], [[ευχάριστος]] στις αισθήσεις, [[κυρίως]] στη [[γεύση]], στην όσφρηση και στην [[ακοή]] («ἡδύ δεῑπνον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (κατ' επέκτ. και για [[κάθε]] ευχάριστη [[κατάσταση]]) [[απολαυστικός]] («[[ἡδύς]] [[ὕπνος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἡδύ ἐστι» ή «[[είναι]] ηδύ» — [[είναι]] ευχάριστο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[μετά]] τον Όμ.) [[ευάρεστος]], [[ευπρόσδεκτος]], [[εύθυμος]] («ἀλλ' εἰκάσαι μέν, [[ἡδύς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αφελής]], [[απλοϊκός]], [[ανόητος]] («ὡς [[ἡδύς]] εἶ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[γεμάτος]] [[χαρά]], [[ευχαριστημένος]] («ἡδίους ἔσεσθαι ἀκούσαντες», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡδύ</i><br />η [[γλυκύτητα]], η [[ομορφιά]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἡδέα</i><br />οι ηδονές, οι απολαύσεις<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἡδύ</i><br />α) [[γλυκά]]<br />β) ηδονικά, ευχάριστα<br /><b>7.</b> (το υπερθ. ως προσφών.) <i>ὦ ἥδιστε</i><br />γλυκύτατε, γλυκέ μου άνθρωπε. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηδέως</i> (AM [[ἡδέως]])<br />με [[ευχαρίστηση]], με [[προθυμία]], ευχαρίστως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α. «[[ἡδέως]] ἔχω» — [[είμαι]] [[ευχάριστος]]<br />β. «[[ἡδέως]] ἔχω τι» — αρκούμαι σε [[κάτι]], [[είμαι]] [[ευχαριστημένος]]<br />γ. «[[ἡδέως]] ἔχω [[πρός]] τινα» ή «[[ἡδέως]] ἔχω τινί» — [[είμαι]] [[καλός]], έχω καλές διαθέσεις [[προς]] κάποιον<br />δ. «[[ἡδέως]] μοί ἐστι» — μέ ευχαριστεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ηδύς]] <span style="color: red;"><</span> <i>Fᾱδύς</i> ταυτίζεται με αρχ. ινδ. <i>sv</i><i>ā</i><i>du</i>-, γαλατ. <i>suadu</i>-<i>r</i><i>ī</i><i>x</i> και ανάγεται σε IE <i>su</i><i>ā</i><i>du</i>-<i>s</i> με την [[ίδια]] σημ. Συνδέεται [[επίσης]] με λατ. <i>su</i><i>ā</i><i>vis</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>suozi</i>, αγγλοσαξ. swēte. Η λ. [[ηδύς]] στον Όμηρο απαντά με σημ. «[[εύγευστος]]», ενώ αργότερα [[κυρίως]] με σημ. «[[γλυκός]]» και «[[ευχάριστος]]». Στις ΙΕ γλώσσες, γενικότερα, λέξεις με σημ. «[[γλυκός]]» χρησιμοποιούνται αναφορικά με άλλες αισθήσεις [[παρά]] με τη [[γεύση]] (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>sweet smell</i> «γλυκιά [[μυρωδιά]]», <i>sweet voice</i> «γλυκιά [[φωνή]]»), [[έτσι]] ώστε [[συχνά]] επικράτησε η γενικότερη [[έννοια]] «[[ευχάριστος]]» και χρησιμοποιήθηκαν άλλες λέξεις αποκλειστικά για τη [[γεύση]]. Τέλος, η λ. [[ηδύς]] απαντά ως α' συνθετικό 40 [[περίπου]] λέξεων της Ελληνικής με τη [[μορφή]] <i>ηδυ</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡδύς:''' [[ἡδεῖα]], ἡδύ, επίσης [[άπαξ]] στον Όμηρ. θηλ. [[ἡδύς]], όπως το θηλ. Δωρ. [[ἁδύς]], ανώμ. αιτ. [[ἁδέα]] αντί <i>ἡδύν</i> και αντί <i>ἡδεῖαν</i>, Ιων. θηλ. <i>ἡδέᾰ</i>, Δωρ. [[ἁδέα]], συγκρ. [[ἡδίων]] [ῑ], υπερθ. [[ἥδιστος]], και μεταγεν. <i>ἡδύτερος</i>, <i>ἡδύτατος</i> ([[ἁνδάνω]]).<br /><b class="num">I.</b> ο [[γλυκός]] στη [[γεύση]] ή στην [[οσμή]] ([[εύγευστος]] και [[εύοσμος]]), σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται επίσης σε [[σχέση]] με την [[ακοή]], στον ίδ.· [[έπειτα]] χρησιμοποιείται για [[κάθε]] ευχάριστο [[συναίσθημα]] ή [[κατάσταση]], όπως ο ύπνος, στον ίδ.· με απαρέμφ., ἡδὺς [[δρακεῖν]], σε Αισχύλ.· ἡδὺς ἀκοῦσαι [[λόγος]], σε Πλάτ.· <i>ἡδύ ἐστι</i> ή <i>γίγνεται</i>, είναι ευχάριστο, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, <i>οὔμοι ἥδιόν ἐστι λέγειν</i>, θα προτιμούσα να μην πω, σε Ηρόδ.· ουδ. ως ουσ., τὰ [[ἡδέα]], οι απολαύσεις, οι ηδονές, σε Θουκ.· ουδ. ως επίρρ., [[ἡδέως]], γλυκά, ευχάριστα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μετά]] τον Όμηρο, λέγεται για πρόσωπα, [[ευχάριστος]], [[ευπρόσδεκτος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ευχαριστημένος]], [[χαρούμενος]], στον ίδ., σε Δημ.· σε προσφωνήσεις προσώπων, <i>ὦ ἥδιστε</i>, το του Ορατίου dulcissime rerum, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> όπως το [[εὐήθης]], [[αθώος]], [[απλός]], [[αφελής]]· <i>ὡς ἡδὺς εἶ</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. [[ἡδέως]], γλυκά, ευχάριστα, με [[ευχαρίστηση]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· [[ἡδέως]] ἂν ἐροίμην, θα ρωτούσα ευχαρίστως, θα ήθελα να ρωτήσω, σε Δημ.· [[ἡδέως]] ἔχειν τι, είμαι [[ευχαριστημένος]] ή ικανοποιημένος με [[κάτι]], σε Ευρ.· [[ἡδέως]] ἔχειν [[πρός]] τινα ή <i>τινι</i>, είμαι [[ευγενικός]], φιλικά διακείμενος [[απέναντι]] σε κάποιον, σε Δημ.· συγκρ. [[ἥδιον]], σε Πλάτ. κ.λπ.· υπερθ. [[ἥδιστα]], στον ίδ.
}}
}}