θηρεύω: Difference between revisions

1,115 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θηρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐθηρεύθην</i>·<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[θηράω]], [[κυνηγώ]], [[βγαίνω]] σε [[κυνήγι]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ., [[συλλαμβάνω]], [[καταδιώκω]], [[κυνηγώ]], στον ίδ., Ξεν., κ.λπ.· λέγεται για ανθρώπους, [[καταδιώκω]], σε Ηρόδ.· [[συλλαμβάνω]] με [[ενέδρα]], [[ενεδρεύω]], [[παραμονεύω]], σε Ξεν.· Παθ., κυνηγούμαι, καταδιώκομαι, σε Ηρόδ.· αιχμαλωτίζομαι, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[επιδιώκω]], [[επιζητώ]], στον ίδ., Ευρ., κ.λπ.
|lsmtext='''θηρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐθηρεύθην</i>·<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[θηράω]], [[κυνηγώ]], [[βγαίνω]] σε [[κυνήγι]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ., [[συλλαμβάνω]], [[καταδιώκω]], [[κυνηγώ]], στον ίδ., Ξεν., κ.λπ.· λέγεται για ανθρώπους, [[καταδιώκω]], σε Ηρόδ.· [[συλλαμβάνω]] με [[ενέδρα]], [[ενεδρεύω]], [[παραμονεύω]], σε Ξεν.· Παθ., κυνηγούμαι, καταδιώκομαι, σε Ηρόδ.· αιχμαλωτίζομαι, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[επιδιώκω]], [[επιζητώ]], στον ίδ., Ευρ., κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''θηρεύω:''' реже med.<br /><b class="num">1)</b> охотиться, ловить (ὄρνιθας ἀγρίας Plat.; τοὺς [[ἰχθῦς]] Arst.): ἡ [[κρήνη]], ἐφ᾽ ᾗ λέγεται [[Μίδας]] τὸν Σάτυρον θηρεῦσαι Xen. источник, в котором Мидас, говорят, поймал сатира;<br /><b class="num">2)</b> ловить, хватать (ἀνθρώπους ἐπὶ θυσίαν Arst.; τι ἐκ τοῦ στόματός τινος NT);<br /><b class="num">3)</b> стремиться, добиваться, искать (γάμους Aesch.; ἀρετάν Eur.; [[φιλίαν]] Xen.; ἡδονάς Isocr.; ἐπιστήμην Plat.; [[κέρδος]] Arst.): θ. ὀνόματα Plat. гоняться за словами;<br /><b class="num">4)</b> разыскивать, исследовать (τὰς ἀρχὰς τῶν συλλογισμῶν Arst.; χρόνον γενέσεως Plut.);<br /><b class="num">5)</b> попадать, поражать ([[βέλος]] θήρευσέ τινα Pind.).
}}
}}