3,274,917
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θησαύρισμα:''' -ατος, τό, αυτό που έχει αποταμιευθεί, [[θησαυρός]], σε Σοφ., Ευρ. | |lsmtext='''θησαύρισμα:''' -ατος, τό, αυτό που έχει αποταμιευθεί, [[θησαυρός]], σε Σοφ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θησαύρισμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> (накопленные) вещи, имущество Soph., pl. Eur.;<br /><b class="num">2)</b> ценность, сокровище: θ. Διονύσου ὀσμῇ κατῆρες Eur. благоуханное сокровище Диониса, т. е. вино;<br /><b class="num">3)</b> скопление, вместилище (κακῶν [[ταμεῖον]] καὶ θ. Democr. ap. Plut.). | |||
}} | }} |