Anonymous

θησαύρισμα: Difference between revisions

From LSJ
4
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[θησαύρισμα]]) [[θησαυρίζω]]<br /><b>1.</b> [[αποταμίευμα]], [[θησαυρός]]<br /><b>2.</b> (ειδ. για φιλολ. συλλογές) [[συγκέντρωση]], [[συναγωγή]], [[συλλογή]].
|mltxt=το (ΑΜ [[θησαύρισμα]]) [[θησαυρίζω]]<br /><b>1.</b> [[αποταμίευμα]], [[θησαυρός]]<br /><b>2.</b> (ειδ. για φιλολ. συλλογές) [[συγκέντρωση]], [[συναγωγή]], [[συλλογή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θησαύρισμα:''' -ατος, τό, αυτό που έχει αποταμιευθεί, [[θησαυρός]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}