Anonymous

θησαύρισμα: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θησαύρισμα:''' -ατος, τό, αυτό που έχει αποταμιευθεί, [[θησαυρός]], σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''θησαύρισμα:''' -ατος, τό, αυτό που έχει αποταμιευθεί, [[θησαυρός]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''θησαύρισμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> (накопленные) вещи, имущество Soph., pl. Eur.;<br /><b class="num">2)</b> ценность, сокровище: θ. Διονύσου ὀσμῇ κατῆρες Eur. благоуханное сокровище Диониса, т. е. вино;<br /><b class="num">3)</b> скопление, вместилище (κακῶν [[ταμεῖον]] καὶ θ. Democr. ap. Plut.).
}}
}}