3,274,205
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταστρώννῡμι:''' και -ύω· μέλ. <i>-στρώσω</i>, Παθ. αόρ. αʹ <i>-εστρώθην</i>· [[στρώνω]] [[κάτω]], [[απλώνω]] [[καταγής]], σε Ευρ., Ξεν. — Παθ., <i>κατέστρωντο οἱ βάρβαροι</i>, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''καταστρώννῡμι:''' και -ύω· μέλ. <i>-στρώσω</i>, Παθ. αόρ. αʹ <i>-εστρώθην</i>· [[στρώνω]] [[κάτω]], [[απλώνω]] [[καταγής]], σε Ευρ., Ξεν. — Παθ., <i>κατέστρωντο οἱ βάρβαροι</i>, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταστρώννῡμι:''' <b class="num">1)</b> устилать ([[πεδίον]] νεκρῶν κατεστρώθη Diod.);<br /><b class="num">2)</b> убивать, умерщвлять (τινα βέλει Eur.; πολλούς Xen.); pass. погибать (κατεστρώθησαν ἐν τῇ ἐρήμῳ NT). | |||
}} | }} |