Anonymous

καταστρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταστρώννυμι]] και [[καταστρώνω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καταστρώνω]].
|mltxt=[[καταστρώννυμι]] και [[καταστρώνω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καταστρώνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταστρώννῡμι:''' και -ύω· μέλ. <i>-στρώσω</i>, Παθ. αόρ. αʹ <i>-εστρώθην</i>· [[στρώνω]] [[κάτω]], [[απλώνω]] [[καταγής]], σε Ευρ., Ξεν. — Παθ., <i>κατέστρωντο οἱ βάρβαροι</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}