κίδναμαι: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κίδναμαι:''' Παθ., = <i>σκεδάννυμαι</i>, μόνο στον ενεστ. και παρατ., [[απλώνω]] από πάνω, εξαπλώνομαι, εκτείνομαι, λέγεται για τη [[μέρα]] που ξημερώνει, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὕπνος]] ἐπ' ὄσσοις κ., σε Ευρ.
|lsmtext='''κίδναμαι:''' Παθ., = <i>σκεδάννυμαι</i>, μόνο στον ενεστ. και παρατ., [[απλώνω]] από πάνω, εξαπλώνομαι, εκτείνομαι, λέγεται για τη [[μέρα]] που ξημερώνει, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὕπνος]] ἐπ' ὄσσοις κ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κίδνᾰμαι:''' (только praes. и impf.) рассеиваться, распространяться, тж. распростираться, раскидываться (ὑπεὶρ ἅλα, πᾶσαν ἐπ᾽ αἶαν Hom.; κατὰ χῶρον Pind.): [[ὕπνος]] ἐπ᾽ ὄσσοις κίδναται Eur. сон спускается на очи.
}}
}}