3,277,002
edits
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κίδναμαι:''' Παθ., = <i>σκεδάννυμαι</i>, μόνο στον ενεστ. και παρατ., [[απλώνω]] από πάνω, εξαπλώνομαι, εκτείνομαι, λέγεται για τη [[μέρα]] που ξημερώνει, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὕπνος]] ἐπ' ὄσσοις κ., σε Ευρ. | |lsmtext='''κίδναμαι:''' Παθ., = <i>σκεδάννυμαι</i>, μόνο στον ενεστ. και παρατ., [[απλώνω]] από πάνω, εξαπλώνομαι, εκτείνομαι, λέγεται για τη [[μέρα]] που ξημερώνει, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὕπνος]] ἐπ' ὄσσοις κ., σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κίδνᾰμαι:''' (только praes. и impf.) рассеиваться, распространяться, тж. распростираться, раскидываться (ὑπεὶρ ἅλα, πᾶσαν ἐπ᾽ αἶαν Hom.; κατὰ χῶρον Pind.): [[ὕπνος]] ἐπ᾽ ὄσσοις κίδναται Eur. сон спускается на очи. | |||
}} | }} |