Anonymous

κίδναμαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κίδναμαι]] (Α)<br />(ποιητ. τ. [[αντί]] σκεδάννυμαι<br />μόνο στον ενεστ. και παρατ.)<br />εξαπλώνομαι [[πάνω]] από [[κάτι]], σκορπίζομαι («Ἠὼς μέν... ἐκίδνατο πᾱσαν ἐπ' αἶαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σκεδάννυμι]].
|mltxt=[[κίδναμαι]] (Α)<br />(ποιητ. τ. [[αντί]] σκεδάννυμαι<br />μόνο στον ενεστ. και παρατ.)<br />εξαπλώνομαι [[πάνω]] από [[κάτι]], σκορπίζομαι («Ἠὼς μέν... ἐκίδνατο πᾱσαν ἐπ' αἶαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σκεδάννυμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κίδναμαι:''' Παθ., = <i>σκεδάννυμαι</i>, μόνο στον ενεστ. και παρατ., [[απλώνω]] από πάνω, εξαπλώνομαι, εκτείνομαι, λέγεται για τη [[μέρα]] που ξημερώνει, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὕπνος]] ἐπ' ὄσσοις κ., σε Ευρ.
}}
}}