κωπεύς: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κωπεύς:''' -έως, ὁ, μόνο στον πληθ. [[κωπέες]], Αττ. [[κωπῆς]], κομμάτια ξύλου, [[κατάλληλα]] για την [[κατασκευή]] κουπιών, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''κωπεύς:''' -έως, ὁ, μόνο στον πληθ. [[κωπέες]], Αττ. [[κωπῆς]], κομμάτια ξύλου, [[κατάλληλα]] για την [[κατασκευή]] κουπιών, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''κωπεύς:''' έως ὁ (pl. [[κωπέες]] - атт. [[κωπῆς]]) дерево для изготовления весел Her., Arph.
}}
}}