3,277,301
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κωπεύς:''' -έως, ὁ, μόνο στον πληθ. [[κωπέες]], Αττ. [[κωπῆς]], κομμάτια ξύλου, [[κατάλληλα]] για την [[κατασκευή]] κουπιών, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. | |lsmtext='''κωπεύς:''' -έως, ὁ, μόνο στον πληθ. [[κωπέες]], Αττ. [[κωπῆς]], κομμάτια ξύλου, [[κατάλληλα]] για την [[κατασκευή]] κουπιών, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κωπεύς:''' έως ὁ (pl. [[κωπέες]] - атт. [[κωπῆς]]) дерево для изготовления весел Her., Arph. | |||
}} | }} |