λεπτουργέω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λεπτουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> κάνω λεπτή [[εργασία]] (δηλ. [[δίνω]] [[έμφαση]] στη [[λεπτομέρεια]]), λέγεται για ξυλουργούς και τορναδόρους, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., = [[λεπτολογέω]], σε Ευρ.
|lsmtext='''λεπτουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> κάνω λεπτή [[εργασία]] (δηλ. [[δίνω]] [[έμφαση]] στη [[λεπτομέρεια]]), λέγεται για ξυλουργούς και τορναδόρους, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., = [[λεπτολογέω]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λεπτουργέω:''' <b class="num">1)</b> изготовлять изящные вещи, искусно работать Plut.;<br /><b class="num">2)</b> тонко рассуждать или говорить, вдаваться в тонкости, умствовать Eur., Plat.
}}
}}