λεπτουργέω
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
A do fine work, of carvers and turners, Plu.Aem.37, 2.997d:—Pass., of a drug, to be finely powdered, λεπτουργηθεὶς δ' ἱκανῶς ψύχειν πέφυκε Gal.11.404.
2 metaph., = λεπτολογέω, E.Hipp.923, Pl.Plt.262b; recount in detail, ib.294d; ὅσα ἔδρασεν ἡμᾶς ἀγαθὰ καθ' ἕκαστον λ. Jul.Or.3.123c.
German (Pape)
[Seite 31] feine Arbeit machen, bes. vom Tischler u. Drechsler, καὶ τορνεύειν Plut. Aem. Paul. 37, u. a. Sp. – Übertr., fein arbeiten, auch = λεπτολογέω, Plat. Polit. 262 b 294 d, wie Eur. ἀλλ' οὐ γὰρ ἐν δέοντι λεπτουργεῖς, Hipp. 923.
French (Bailly abrégé)
λεπτουργῶ :
1 travailler finement, faire des ouvrages délicats;
2 fig. subtiliser.
Étymologie: λεπτός, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
λεπτουργέω:
1 изготовлять изящные вещи, искусно работать Plut.;
2 тонко рассуждать или говорить, вдаваться в тонкости, умствовать Eur., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτουργέω: κάμνω λεπτὴν ἐργασίαν ἐπὶ ξυλουργῶν καὶ τορνευτῶν, Πλουτ. Αἰμίλ. 37, 2. 997D. 2) μεταφορ. = λεπτολογέω, Εὐρ. Ἱππ. 923, Πλάτ. Πολιτικ. 262Β, 249D.
Greek Monotonic
λεπτουργέω: μέλ. -ήσω,
1. κάνω λεπτή εργασία (δηλ. δίνω έμφαση στη λεπτομέρεια), λέγεται για ξυλουργούς και τορναδόρους, σε Πλούτ.
2. μεταφ., = λεπτολογέω, σε Ευρ.
Middle Liddell
λεπτουργέω,
1. to do fine work, of joiners and turners, Plut.
2. metaph. = λεπτολογέω, Eur.