3,277,301
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λεπτουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> κάνω λεπτή [[εργασία]] (δηλ. [[δίνω]] [[έμφαση]] στη [[λεπτομέρεια]]), λέγεται για ξυλουργούς και τορναδόρους, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., = [[λεπτολογέω]], σε Ευρ. | |lsmtext='''λεπτουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> κάνω λεπτή [[εργασία]] (δηλ. [[δίνω]] [[έμφαση]] στη [[λεπτομέρεια]]), λέγεται για ξυλουργούς και τορναδόρους, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., = [[λεπτολογέω]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λεπτουργέω:''' <b class="num">1)</b> изготовлять изящные вещи, искусно работать Plut.;<br /><b class="num">2)</b> тонко рассуждать или говорить, вдаваться в тонкости, умствовать Eur., Plat. | |||
}} | }} |