λιθοκόλλητος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐθοκόλλητος:''' -ον ([[κολλάω]])·<br /><b class="num">I.</b> διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους, σε Θεόφρ., Πλούτ.· λιθοκόλλητον [[στόμιον]], [[χαλινάρι]] που έχει κολλημένους λίθους (για να το κάνουν οξύτερο, πιο κοφτερό), σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>τὸ λιθοκόλλητον</i>, σκαλιστή [[εργασία]], [[μωσαϊκό]], [[ψηφιδωτό]], σε Στράβ.
|lsmtext='''λῐθοκόλλητος:''' -ον ([[κολλάω]])·<br /><b class="num">I.</b> διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους, σε Θεόφρ., Πλούτ.· λιθοκόλλητον [[στόμιον]], [[χαλινάρι]] που έχει κολλημένους λίθους (για να το κάνουν οξύτερο, πιο κοφτερό), σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>τὸ λιθοκόλλητον</i>, σκαλιστή [[εργασία]], [[μωσαϊκό]], [[ψηφιδωτό]], σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθοκόλλητος:''' <b class="num">1)</b> крепкий как камень ([[χάλυβος]] [[στόμιον]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> усаженный (драгоценными) камнями ([[χλιδών]] Diod.; [[περιτραχήλιον]] Plut.).
}}
}}