ὁδόω: Difference between revisions

443 bytes added ,  1 January 2019
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁδόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>ὤδωσα</i> ([[ὁδός]]), [[οδηγώ]] μέσω του σωστού δρόμου, σε Αισχύλ.· με απαρ., <i>τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα</i>, αυτός που εισήγαγε τους θνητούς στον δρόμο της σοφίας, στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, [[διευθύνω]], [[διατάζω]], σε Ευρ.· Παθ., βρίσκομαι στο σωστό δρόμο, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὁδόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>ὤδωσα</i> ([[ὁδός]]), [[οδηγώ]] μέσω του σωστού δρόμου, σε Αισχύλ.· με απαρ., <i>τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα</i>, αυτός που εισήγαγε τους θνητούς στον δρόμο της σοφίας, στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, [[διευθύνω]], [[διατάζω]], σε Ευρ.· Παθ., βρίσκομαι στο σωστό δρόμο, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁδόω:''' <b class="num">1)</b> направлять (нужным путем), вести (τινα ἐς χθόνα Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> наставлять, учить (τινα φρονεῖν Aesch.): [[ἀπό]] τινος [[χρηστῶς]] ὁδοῦσθαι Her. быть хорошо руководимым кем-л., получать от кого-л. правильные советы.
}}
}}