Anonymous

ὁδόω: Difference between revisions

From LSJ
556 bytes added ,  30 December 2018
5
(Bailly1_4)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />mettre dans le bon chemin ; guider τινα ἔς [[τι]], qqn dans un art ; φρονεῖν βρότους ESCHL apprendre aux mortels à réfléchir;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὁδόομαι-οῦμαι se mettre en route.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδός]].
|btext=-ῶ :<br />mettre dans le bon chemin ; guider τινα ἔς [[τι]], qqn dans un art ; φρονεῖν βρότους ESCHL apprendre aux mortels à réfléchir;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὁδόομαι-οῦμαι se mettre en route.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁδόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>ὤδωσα</i> ([[ὁδός]]), [[οδηγώ]] μέσω του σωστού δρόμου, σε Αισχύλ.· με απαρ., <i>τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα</i>, αυτός που εισήγαγε τους θνητούς στον δρόμο της σοφίας, στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, [[διευθύνω]], [[διατάζω]], σε Ευρ.· Παθ., βρίσκομαι στο σωστό δρόμο, σε Ηρόδ.
}}
}}