3,256,975
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁδόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>ὤδωσα</i> ([[ὁδός]]), [[οδηγώ]] μέσω του σωστού δρόμου, σε Αισχύλ.· με απαρ., <i>τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα</i>, αυτός που εισήγαγε τους θνητούς στον δρόμο της σοφίας, στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, [[διευθύνω]], [[διατάζω]], σε Ευρ.· Παθ., βρίσκομαι στο σωστό δρόμο, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ὁδόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>ὤδωσα</i> ([[ὁδός]]), [[οδηγώ]] μέσω του σωστού δρόμου, σε Αισχύλ.· με απαρ., <i>τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα</i>, αυτός που εισήγαγε τους θνητούς στον δρόμο της σοφίας, στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, [[διευθύνω]], [[διατάζω]], σε Ευρ.· Παθ., βρίσκομαι στο σωστό δρόμο, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁδόω:''' <b class="num">1)</b> направлять (нужным путем), вести (τινα ἐς χθόνα Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> наставлять, учить (τινα φρονεῖν Aesch.): [[ἀπό]] τινος [[χρηστῶς]] ὁδοῦσθαι Her. быть хорошо руководимым кем-л., получать от кого-л. правильные советы. | |||
}} | }} |