ὁμιλία: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμῑλία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[ὁμιλέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> το να είναι [[κάποιος]] μαζί με άλλους, (επι)[[κοινωνία]], [[συναναστροφή]], [[συντροφιά]], Λατ. [[commercium]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[ὁμιλία]] τινός, (επι)[[κοινωνία]] ή [[συναναστροφή]] με κάποιον, σε Ηρόδ.· [[πρός]] τινα, σε Σοφ. κ.λπ.· <i>τοὺς ἀξίους δὲ τῆς ἐμῆς ὁμιλίας</i>, εκείνους που αξίζουν τη [[φιλία]] μου, σε Αριστοφ.· [[ὁμιλία]] χθονός, [[επαφή]], [[συναλλαγή]] με μια [[χώρα]], σε Ευρ.· [[πολιτεία]] καὶ [[ὁμιλία]], δημόσια και ιδιωτική [[ζωή]], σε Θουκ.· επίσης στον πληθ. <i>Ἑλληνικαὶ ὁμιλίαι</i>, επαφές, [[συμμαχία]] με τους Έλληνες, σε Ηρόδ.· <i>αἱ συγγενεῖς ὁμιλίαι</i>, σχέσεις με συγγενικά πρόσωπα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> σεξουαλική [[συνεύρεση]], [[συνουσία]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[διδασκαλία]], σε Ξεν.· μεταγεν., [[διάλεξη]], [[παράδοση]] μαθήματος, [[μάθημα]].<br /><b class="num">II.</b> [[σύλλογος]], [[εταιρεία]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· με περιληπτική [[σημασία]], συνοδοιπόροι, επισκέπτες από κοινού, σε Αισχύλ.· <i>ναὸς ὁμιλίας</i>, ναύτες που υπηρετούν στο ίδιο [[καράβι]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ὁμῑλία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[ὁμιλέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> το να είναι [[κάποιος]] μαζί με άλλους, (επι)[[κοινωνία]], [[συναναστροφή]], [[συντροφιά]], Λατ. [[commercium]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[ὁμιλία]] τινός, (επι)[[κοινωνία]] ή [[συναναστροφή]] με κάποιον, σε Ηρόδ.· [[πρός]] τινα, σε Σοφ. κ.λπ.· <i>τοὺς ἀξίους δὲ τῆς ἐμῆς ὁμιλίας</i>, εκείνους που αξίζουν τη [[φιλία]] μου, σε Αριστοφ.· [[ὁμιλία]] χθονός, [[επαφή]], [[συναλλαγή]] με μια [[χώρα]], σε Ευρ.· [[πολιτεία]] καὶ [[ὁμιλία]], δημόσια και ιδιωτική [[ζωή]], σε Θουκ.· επίσης στον πληθ. <i>Ἑλληνικαὶ ὁμιλίαι</i>, επαφές, [[συμμαχία]] με τους Έλληνες, σε Ηρόδ.· <i>αἱ συγγενεῖς ὁμιλίαι</i>, σχέσεις με συγγενικά πρόσωπα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> σεξουαλική [[συνεύρεση]], [[συνουσία]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[διδασκαλία]], σε Ξεν.· μεταγεν., [[διάλεξη]], [[παράδοση]] μαθήματος, [[μάθημα]].<br /><b class="num">II.</b> [[σύλλογος]], [[εταιρεία]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· με περιληπτική [[σημασία]], συνοδοιπόροι, επισκέπτες από κοινού, σε Αισχύλ.· <i>ναὸς ὁμιλίας</i>, ναύτες που υπηρετούν στο ίδιο [[καράβι]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμῑλία:''' ион. ὁμῑλίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. общение, знакомство или связь ([[ἐλθεῖν]] εἰς ὁμιλίαν τινί Soph.): ὁ. τινός и τινί Her. или πρός τινα Plat. общение с кем-л.; ἔχειν ὁμιλίαν ἔν τισι Eur. вращаться в чьем-л. кругу, т. е. жить среди кого-л.; ἡ σὴ ὁ. Plat. общение с тобою; Ἑλληνικαὶ ὁμιλίαι Her. сношения с греками; αἱ τῶν ἀνθρώπων ὁμιλίαι καὶ αἱ τῶν πραγμάτων Arst. отношения как с людьми так и с вещами; πολιτεῖαι καὶ ὁμιλίαι Thuc. общественные и частные отношения; [[εἰσιδεῖν]] δευτέραν ὁμιλίαν τινός Soph. вторично увидеться с кем-л.; ὁμιλίᾳ χθονός Eur. во время пребывания в (этой) стране;<br /><b class="num">2)</b> половая связь ([[ἀνδρῶν]] οὐδαμῶν Her.; πρὸς τοὺς ἄρρενας Arst.);<br /><b class="num">3)</b> собеседование, беседа: ἐξ ὁμιλίας Dem. в порядке собеседования, т. е. путем убеждения;<br /><b class="num">4)</b> обучение (λαμβάνειν τῆς ὁμιλίας μισθόν Xen.);<br /><b class="num">5)</b> собрание, группа, общество ([[ἀνδρῶν]] τῶν ἀρίστων Her.; ἀδελφῶν Eur.): ναὸς ὁ. Soph. спутники в морском путешествии;<br /><b class="num">6)</b> общепринятое употребление, установившееся значение (τοῦ ὀνόματος Diog. L.).
}}
}}