3,258,336
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁσάκις:''' [ᾰ], Επικ. [[ὁσσάκι]], ([[ὅσος]]), τόσες φορές όσες, τόσο [[συχνά]] όσο, Λατ. quoties, σε Ομήρ. Ιλ.· συσχετικό προς το [[τοσσάκι]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ὁσάκις:''' [ᾰ], Επικ. [[ὁσσάκι]], ([[ὅσος]]), τόσες φορές όσες, τόσο [[συχνά]] όσο, Λατ. quoties, σε Ομήρ. Ιλ.· συσχετικό προς το [[τοσσάκι]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁσάκις:''' эп. [[ὁσσάκι]] (ᾰ) adv. столь часто как, всякий раз как (ὁ. κύψειε ὁ [[γέρων]] Hom.; ὁ. [[Ἀθήναζε]] ἀφικοίμην Plat.). | |||
}} | }} |