Anonymous

ὁσάκις: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁσάκις:''' [ᾰ], Επικ. [[ὁσσάκι]], ([[ὅσος]]), τόσες φορές όσες, τόσο [[συχνά]] όσο, Λατ. quoties, σε Ομήρ. Ιλ.· συσχετικό προς το [[τοσσάκι]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὁσάκις:''' [ᾰ], Επικ. [[ὁσσάκι]], ([[ὅσος]]), τόσες φορές όσες, τόσο [[συχνά]] όσο, Λατ. quoties, σε Ομήρ. Ιλ.· συσχετικό προς το [[τοσσάκι]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁσάκις:''' эп. [[ὁσσάκι]] (ᾰ) adv. столь часто как, всякий раз как (ὁ. κύψειε ὁ [[γέρων]] Hom.; ὁ. [[Ἀθήναζε]] ἀφικοίμην Plat.).
}}
}}