ὀτοτύζω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀτοτύζω:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, [[θρηνώ]] [[γοερά]], σε Αριστοφ.· μέλ. <i>ὀτοτύξομαι</i>, στον ίδ. — Παθ., θρηνούμαι, με θρηνολογούν, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὀτοτύζω:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, [[θρηνώ]] [[γοερά]], σε Αριστοφ.· μέλ. <i>ὀτοτύξομαι</i>, στον ίδ. — Παθ., θρηνούμαι, με θρηνολογούν, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀτοτύζω:''' (fut. ὀτοτύξομαι) кричать [[ὀτοτοῖ]], вопить от горя, громко рыдать Arph.: ὀτοτύζεται ὁ θνῄσκων Aesch. умирающий кричит от боли.
}}
}}