3,277,301
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀτοτύζω:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, [[θρηνώ]] [[γοερά]], σε Αριστοφ.· μέλ. <i>ὀτοτύξομαι</i>, στον ίδ. — Παθ., θρηνούμαι, με θρηνολογούν, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὀτοτύζω:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, [[θρηνώ]] [[γοερά]], σε Αριστοφ.· μέλ. <i>ὀτοτύξομαι</i>, στον ίδ. — Παθ., θρηνούμαι, με θρηνολογούν, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀτοτύζω:''' (fut. ὀτοτύξομαι) кричать [[ὀτοτοῖ]], вопить от горя, громко рыдать Arph.: ὀτοτύζεται ὁ θνῄσκων Aesch. умирающий кричит от боли. | |||
}} | }} |